νεηγενής: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)

Source
(26)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νεηγενής]], -ές (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[νεογενής]].
|mltxt=[[νεηγενής]], -ές (Α)<br /><b>ιων. τ.</b> <b>βλ.</b> [[νεογενής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''νεηγενής:''' -ές ([[γίγνομαι]])· Ιων. αντί <i>νεᾱγενής</i>, ο γεννημένος πρόσφατα, [[νεογέννητος]], [[αρτιγέννητος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 20:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεηγενής Medium diacritics: νεηγενής Low diacritics: νεηγενής Capitals: ΝΕΗΓΕΝΗΣ
Transliteration A: neēgenḗs Transliteration B: neēgenēs Transliteration C: neigenis Beta Code: nehgenh/s

English (LSJ)

ές, Ion. for νεᾱγενής,

   A new-born, just born, Od.4.336.

German (Pape)

[Seite 236] ές, neu, eben geboren; Od. 4, 336. 17, 127; μόσχον νεαγενῆ, Eur. I. A. 1623; sp. D., wie Antp. Sid. 83 (VII, 210).

Greek (Liddell-Scott)

νεηγενής: -ές, Ἰων. ἀντὶ νεᾱγενής, ἀρτιγενής, νεογέννητος, Ὀδ. Δ. 336, Ρ. 127· ἴδε ἐν λέξ. νεαγενής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
ion. c. νεογενής.

English (Autenrieth)

ές: new-born, Od. 4.336 and Od. 17.127.

Greek Monolingual

νεηγενής, -ές (Α)
ιων. τ. βλ. νεογενής.

Greek Monotonic

νεηγενής: -ές (γίγνομαι)· Ιων. αντί νεᾱγενής, ο γεννημένος πρόσφατα, νεογέννητος, αρτιγέννητος, σε Ομήρ. Οδ.