ἐπισπείρω: Difference between revisions
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
(13) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπισπείρω]] (Α) [[σπείρω]]<br /><b>1.</b> [[σπέρνω]] [[ξανά]] ή [[επάνω]] σε κάποιον χώρο<br /><b>2.</b> [[κατηγορώ]] («μομφὰν δ’ ἐπισπείρων ἀλιτροῑς», <b>Πίνδ.</b>). | |mltxt=[[ἐπισπείρω]] (Α) [[σπείρω]]<br /><b>1.</b> [[σπέρνω]] [[ξανά]] ή [[επάνω]] σε κάποιον χώρο<br /><b>2.</b> [[κατηγορώ]] («μομφὰν δ’ ἐπισπείρων ἀλιτροῑς», <b>Πίνδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπισπείρω:''' μέλ. <i>-σπερῶ</i>, [[σπέρνω]] με σπόρο, επισπέρνω, σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:00, 30 December 2018
English (LSJ)
A sow with seed, ὁδόν Hdt.7.115; sow upon or among, τι ἐπὶ τὰ ἄνδηρα Thphr.CP3.15.4, cf. HP7.5.4; τινί τι Id.CP2.17.3 (Pass.): metaph., ἐ. μομφὰν ἀλιτροῖς Pi.N.8.39; σοφιστικὰ ζητήματα ταῖς ἐξηγήσεσι Gal.15.519 (v.l.). 2. sow again, with fresh seed, Thphr.CP2.17.10 (Pass.); sow after, ζιζάνια Ev.Matt.13.25.
German (Pape)
[Seite 981] daraufstreuen, nachsäen, Theophr.; τί, besäen, Her. 7, 115; übertr., μομφὰν ἀλιτροῖς Pind. N. 8, 39, d. i. tadeln.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπισπείρω: μέλλ. -σπερῶ, σπείρω, τὴν δὲ ὁδὸν ταύτην, τῇ βασιλεὺς Ξέρξης τὸν στρατὸν ἤλασε, οὔτε συγχέουσι Θρήϊκες οὔτ’ ἐπισπείρουσι Ἡρόδ. 7. 115· σπείρω ἐπί τινος, φυτοῖς δὲ οὖσι τοῖς τοιούτοις καὶ ἐπισπείρειν ἐπὶ τὰ ἄνδηρα δεῖ κριθὰς Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 15. 4· τινί τι αὐτόθι 2. 17, 3: ― μεταφ., ἐπ. μομφὰν ἀλιτροῖς Πινδ. Ν. 8. 67.
French (Bailly abrégé)
ensemencer, acc..
Étymologie: ἐπί, σπείρω.
English (Slater)
ἐπῐσπείρω
1 sow, cast upon met. (ἐγὼ) αἰνέων αἰνητά, μομφὰν δ' ἐπισπείρων ἀλιτροῖς (N. 8.39)
Greek Monolingual
ἐπισπείρω (Α) σπείρω
1. σπέρνω ξανά ή επάνω σε κάποιον χώρο
2. κατηγορώ («μομφὰν δ’ ἐπισπείρων ἀλιτροῑς», Πίνδ.).
Greek Monotonic
ἐπισπείρω: μέλ. -σπερῶ, σπέρνω με σπόρο, επισπέρνω, σε Ηρόδ.