βουκαῖος: Difference between revisions

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source
(7)
(3)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=βουκαῑος, ο (Α)<br /><b>1.</b> [[βουκόλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που οργώνει το [[χωράφι]] με βόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Βούκος</i> (κύριο όνομα) <span style="color: red;"><</span> [[βουκόλος]]. Η λ. [[βουκαίος]] θα [[πρέπει]] να ήταν αρχικά ανθρωπωνύμιο].
|mltxt=βουκαῑος, ο (Α)<br /><b>1.</b> [[βουκόλος]]<br /><b>2.</b> αυτός που οργώνει το [[χωράφι]] με βόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>Βούκος</i> (κύριο όνομα) <span style="color: red;"><</span> [[βουκόλος]]. Η λ. [[βουκαίος]] θα [[πρέπει]] να ήταν αρχικά ανθρωπωνύμιο].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βουκαῖος:''' ὁ ([[βοῦκος]]), Λατ. [[bubulcus]], [[αγελαδάρης]], σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 21:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βουκαῖος Medium diacritics: βουκαῖος Low diacritics: βουκαίος Capitals: ΒΟΥΚΑΙΟΣ
Transliteration A: boukaîos Transliteration B: boukaios Transliteration C: voukaios Beta Code: boukai=os

English (LSJ)

ὁ, (βοῦκος)

   A cowherd, Nic.Th.5.    II one who ploughs with oxen, Theoc.10.1,57 (prob. a pr. n.), Nic.Fr.90.

German (Pape)

[Seite 456] ὁ, Ochsentreiber, -hirt, Theocr. 10, 1; Nic. Ih. 5, s. βοῦκος.

Greek (Liddell-Scott)

βουκαῖος: ὁ, (βοῦκος), Λατ. bubulcus, βουκόλος, «ἀγελαδάρης», Νίκ. Θ. 5. ΙΙ. ὁ ἀροτριῶν διὰ βοῶν, Θεόκρ. 10. 1, 57, Νίκ. Ἀποσπ. 35.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 bouvier;
2 qui laboure avec des bœufs.
Étymologie: βοῦκος.

Greek Monolingual

βουκαῑος, ο (Α)
1. βουκόλος
2. αυτός που οργώνει το χωράφι με βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Βούκος (κύριο όνομα) < βουκόλος. Η λ. βουκαίος θα πρέπει να ήταν αρχικά ανθρωπωνύμιο].

Greek Monotonic

βουκαῖος: ὁ (βοῦκος), Λατ. bubulcus, αγελαδάρης, σε Θεόκρ.