μουσόληπτος: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[μουσόληπτος]], -ον)<br />αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πρόσωπο]] με ποιητική [[προδιάθεση]] και [[ιδιοφυΐα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεό</i>-<i>ληπτος</i>, <i>φρενό</i>-<i>ληπτος</i>].
|mltxt=-η, -ο (Α [[μουσόληπτος]], -ον)<br />αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πρόσωπο]] με ποιητική [[προδιάθεση]] και [[ιδιοφυΐα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ληπτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λαμβάνω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεό</i>-<i>ληπτος</i>, <i>φρενό</i>-<i>ληπτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μουσόληπτος:''' -ον, αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 21:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσόληπτος Medium diacritics: μουσόληπτος Low diacritics: μουσόληπτος Capitals: ΜΟΥΣΟΛΗΠΤΟΣ
Transliteration A: mousólēptos Transliteration B: mousolēptos Transliteration C: mousoliptos Beta Code: mouso/lhptos

English (LSJ)

ον,

   A Muse-inspired, Phld.Mus.p.86 K., Plu.Marc.17,2.452b.

German (Pape)

[Seite 211] von den Musen ergriffen, begeistert, Plut. de virt. mor. 12 E.

Greek (Liddell-Scott)

μουσόληπτος: -ον, ὁ ὑπὸ τῶν Μουσῶν ἐμπεπνευσμένος, Πλουτ. Μάρκελλ. 17., 2. 452Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
possédé, inspiré par les Muses.
Étymologie: μοῦσα, ληπτός.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α μουσόληπτος, -ον)
αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες
νεοελλ.
πρόσωπο με ποιητική προδιάθεση και ιδιοφυΐα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -ληπτος (< λαμβάνω), πρβλ. θεό-ληπτος, φρενό-ληπτος].

Greek Monotonic

μουσόληπτος: -ον, αυτός που εμπνέεται από τις Μούσες, σε Πλούτ.