λεοντόχλαινος: Difference between revisions

From LSJ

Νέος ἂν πονήσῃς, γῆρας ἕξεις εὐθαλές → Iuvenis labora: senium habebis floridum → Wenn jung du schuftest, wird dein Alter blühend sein

Menander, Monostichoi, 388
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λεοντόχλαινος]], -ον (Α)<br />ντυμένος με [[δέρμα]] λιονταριού, με [[λεοντή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χλαινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χλαίνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θηρό</i>-<i>χλαινος</i>, <i>μελάγ</i>-<i>χλαινος</i>].
|mltxt=[[λεοντόχλαινος]], -ον (Α)<br />ντυμένος με [[δέρμα]] λιονταριού, με [[λεοντή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λεοντ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χλαινος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χλαίνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θηρό</i>-<i>χλαινος</i>, <i>μελάγ</i>-<i>χλαινος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λεοντόχλαινος:''' -ον ([[χλαῖνα]]), αυτός που είναι περιβεβλημένος με [[δέρμα]] λιονταριού, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεοντόχλαινος Medium diacritics: λεοντόχλαινος Low diacritics: λεοντόχλαινος Capitals: ΛΕΟΝΤΟΧΛΑΙΝΟΣ
Transliteration A: leontóchlainos Transliteration B: leontochlainos Transliteration C: leontochlainos Beta Code: leonto/xlainos

English (LSJ)

ον,

   A clad in a lion's skin, APl.4.94 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 29] mit einer Löwenhaut bekleidet, Herakles, Archia. 27 (Plan. 94).

Greek (Liddell-Scott)

λεοντόχλαινος: -ον, περιβεβλημένος λέοντος δοράν, Ἀνθ. Πλαν. 94, πρβλ. λεοντάγχωνος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
revêtu d’une crinière de lion.
Étymologie: λέων, χλαῖνα.

Greek Monolingual

λεοντόχλαινος, -ον (Α)
ντυμένος με δέρμα λιονταριού, με λεοντή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)- + -χλαινος (< χλαίνη), πρβλ. θηρό-χλαινος, μελάγ-χλαινος].

Greek Monotonic

λεοντόχλαινος: -ον (χλαῖνα), αυτός που είναι περιβεβλημένος με δέρμα λιονταριού, σε Ανθ.