δυσαπότρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσαπότρεπτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα αποτρέπεται ή αποφεύγεται.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσαπότρεπτος]], -ον)<br />αυτός που δύσκολα αποτρέπεται ή αποφεύγεται.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσαπότρεπτος:''' -ον ([[ἀποτρέπω]]), αυτός που δύσκολα αποτρέπεται, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 21:09, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσαπότρεπτος Medium diacritics: δυσαπότρεπτος Low diacritics: δυσαπότρεπτος Capitals: ΔΥΣΑΠΟΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: dysapótreptos Transliteration B: dysapotreptos Transliteration C: dysapotreptos Beta Code: dusapo/treptos

English (LSJ)

ον,

   A hard to dissuade, refractory, X.Mem.4.1.4, Aristaenet.1.28.

German (Pape)

[Seite 676] schwer abzuwenden, Xen. Mem. 4, 1, 4 u. Sp., wie Plut. vit. pud. 15.

Greek (Liddell-Scott)

δυσαπότρεπτος: -ον, δυσκόλως ἀποτρεπόμενος, Ξεν. Ἀπομν. 4. 1, 4, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à détourner, à dissuader.
Étymologie: δυσ-, ἀποτρέπω.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de disuadir, contumazde los que no reciben educación, X.Mem.4.1.4, ἐραστής Aristaenet.1.28.22
neutr. subst. τὸ δ. contumacia μυίας Tz.H.2.654.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσαπότρεπτος, -ον)
αυτός που δύσκολα αποτρέπεται ή αποφεύγεται.

Greek Monotonic

δυσαπότρεπτος: -ον (ἀποτρέπω), αυτός που δύσκολα αποτρέπεται, σε Ξεν.