ἀπόχωσις: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ κέρδος ἡγοῦ κέρδος, ἂν δίκαιον ᾖ → Lucrum esse lucrum crede, si iustum est lucrum → Gewinn sei dir Gewinn, wenn er auf Recht beruht
(big3_6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-εως, ἡ [[dique]] ἐμβολῆς ποταμοῦ Plu.<i>Ant</i>.41. | |dgtxt=-εως, ἡ [[dique]] ἐμβολῆς ποταμοῦ Plu.<i>Ant</i>.41. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπόχωσις:''' -εως, ἡ ([[ἀποχώννυμι]]), [[απόφραξη]] ενός ποταμού με [[επιχωμάτωση]], σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A damming up, ἀ. ποταμοῦ bar, Plu.Ant.41.
German (Pape)
[Seite 337] ἡ, das Ab-, Verdämmen, Plut. Ant. 41.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόχωσις: -εως, ἡ, ἡ διὰ χωμάτων ἀπόφραξις, ἀπ. ποταμοῦ Πλουτ. Ἀντ. 41.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
levée, digue, fortification.
Étymologie: ἀποχώννυμι.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ dique ἐμβολῆς ποταμοῦ Plu.Ant.41.
Greek Monotonic
ἀπόχωσις: -εως, ἡ (ἀποχώννυμι), απόφραξη ενός ποταμού με επιχωμάτωση, σε Πλούτ.