νεοκηδής: Difference between revisions
From LSJ
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[νεοκηδής]], -ές (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που έχει πληγεί από [[πένθος]] πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κηδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῆδος]] «[[φροντίδα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>φιλο</i>-<i>κηδής</i>]. | |mltxt=[[νεοκηδής]], -ές (Α)<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) αυτός που έχει πληγεί από [[πένθος]] πρόσφατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>κηδής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κῆδος]] «[[φροντίδα]]»), <b>πρβλ.</b> <i>φιλο</i>-<i>κηδής</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''νεοκηδής:''' -ές ([[κῆδος]]), αυτός που έχει πρόσφατο [[πένθος]], σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A whose grief is fresh, θυμός Hes.Th.98.
German (Pape)
[Seite 242] ές, in neuen, frischen Sorgen, frischer Trauer, θυμός, Hes. Th. 98.
Greek (Liddell-Scott)
νεοκηδής: -ές, ὁ ἔχων πρόσφατον θλῖψιν, Ἡσ. Θ. 98· ὡς τὰ νεοπενθής, νεοπαθής.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui souffre d’une douleur récente.
Étymologie: νέος, κῆδος.
Greek Monolingual
νεοκηδής, -ές (Α)
(ποιητ. τ.) αυτός που έχει πληγεί από πένθος πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -κηδής (< κῆδος «φροντίδα»), πρβλ. φιλο-κηδής].
Greek Monotonic
νεοκηδής: -ές (κῆδος), αυτός που έχει πρόσφατο πένθος, σε Ησίοδ.