ξεναγέτης: Difference between revisions
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(27) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ξεναγέτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άτομο]] εντεταλμένο να συνοδεύει [[επίσημο]], [[ξένο]] που επισκέπτεται μια [[χώρα]], ο [[ξεναγός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πρόσωπο]] που οδηγούσε και περιποιούνταν τους ξένους ή τους φιλοξενουμένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ᾱγέτης</i>, δωρ. τ. του [[ἡγέτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>νυμφ</i>. -<i>αγέτης</i>)]. | |mltxt=ο (Α [[ξεναγέτης]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[άτομο]] εντεταλμένο να συνοδεύει [[επίσημο]], [[ξένο]] που επισκέπτεται μια [[χώρα]], ο [[ξεναγός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πρόσωπο]] που οδηγούσε και περιποιούνταν τους ξένους ή τους φιλοξενουμένους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> <i>ᾱγέτης</i>, δωρ. τ. του [[ἡγέτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>νυμφ</i>. -<i>αγέτης</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ξενᾱγέτης:''' -ου, ὁ, αυτός που αναλαμβάνει τη [[φροντίδα]] των καλεσμένων, σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ,
A one who takes charge of guests, Δελφοὶ ξ. the hospitable Delphians, Pi.N.7.43.
German (Pape)
[Seite 275] ὁ, der die Fremden oder Gäste herumführt, der Wirth, Pind. N. 7, 43.
Greek (Liddell-Scott)
ξενᾱγέτης: -ου, ὁ ὁδηγῶν καὶ περιποιούμενος τοὺς ξένους ἢ φίλους, ξ. Δελφοί, οἱ φιλόξενοι Δελφοί, Πινδ. Ν. 7. 63.
Greek Monolingual
ο (Α ξεναγέτης)
νεοελλ.
άτομο εντεταλμένο να συνοδεύει επίσημο, ξένο που επισκέπτεται μια χώρα, ο ξεναγός
αρχ.
πρόσωπο που οδηγούσε και περιποιούνταν τους ξένους ή τους φιλοξενουμένους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ᾱγέτης, δωρ. τ. του ἡγέτης (πρβλ. νυμφ. -αγέτης)].
Greek Monotonic
ξενᾱγέτης: -ου, ὁ, αυτός που αναλαμβάνει τη φροντίδα των καλεσμένων, σε Πίνδ.