κεδρωτός: Difference between revisions
Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[κεδρωτός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αλειμμένος με [[πίσσα]], πισσωμένος, κατραμωμένος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει κατασκευαστεί από [[ξύλο]] κέδρου ή που έχει διακοσμηθεί με κομμάτια ξύλου κέδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέδρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δαφν</i>-[[ωτός]], <i>κεγχρ</i>-[[ωτός]])]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[κεδρωτός]], -ή, -όν)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αλειμμένος με [[πίσσα]], πισσωμένος, κατραμωμένος<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που έχει κατασκευαστεί από [[ξύλο]] κέδρου ή που έχει διακοσμηθεί με κομμάτια ξύλου κέδρου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέδρος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ωτός]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δαφν</i>-[[ωτός]], <i>κεγχρ</i>-[[ωτός]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κεδρωτός:''' -ή, -όν, φτιαγμένος από ή διακοσμημένος με [[κέδρο]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:12, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A made of or inlaid with cedar-wood, παστάδων τέ ραμνα E.Or.1371 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1411] von Cederholz gemacht, Eur. Or. 1511 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κεδρωτός: -ή, -όν, κατασκευασμένος ἐκ κέδρου ἢ κεκοσμημένος μὲ τεμάχια κέδρου (ξύλου) περεμβεβλημένα, Εὐρ. Ὀρ. 1371, πρβλ. Λατ. cedratus.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fait en bois de cèdre.
Étymologie: κέδρος.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κεδρωτός, -ή, -όν)
νεοελλ.
αλειμμένος με πίσσα, πισσωμένος, κατραμωμένος
αρχ.
αυτός που έχει κατασκευαστεί από ξύλο κέδρου ή που έχει διακοσμηθεί με κομμάτια ξύλου κέδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέδρος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. δαφν-ωτός, κεγχρ-ωτός)].
Greek Monotonic
κεδρωτός: -ή, -όν, φτιαγμένος από ή διακοσμημένος με κέδρο, σε Ευρ.