δημόλευστος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
(9)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δημόλευστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο λιθοβολημένος από τον δήμο, τον λαό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δημόλευστος]] [[φόνος]]» — αυτός που έγινε με [[δημόσιο]] λιθοβολισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> [[λεύω]] «[[λιθοβολώ]]»].
|mltxt=[[δημόλευστος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο λιθοβολημένος από τον δήμο, τον λαό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[δημόλευστος]] [[φόνος]]» — αυτός που έγινε με [[δημόσιο]] λιθοβολισμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δήμος]] <span style="color: red;">+</span> [[λεύω]] «[[λιθοβολώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δημόλευστος:''' -ον ([[λεύω]]), αυτός που λιθοβολείται δημόσια· δ. [[φόνος]], [[θάνατος]] μέσω δημοσίου λιθοβολισμού, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 21:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημόλευστος Medium diacritics: δημόλευστος Low diacritics: δημόλευστος Capitals: ΔΗΜΟΛΕΥΣΤΟΣ
Transliteration A: dēmóleustos Transliteration B: dēmoleustos Transliteration C: dimolefstos Beta Code: dhmo/leustos

English (LSJ)

ον,

   A publicly stoned, δ. φόνος death by public stoning, S.Ant.36; of a person, Lyc.331.

German (Pape)

[Seite 563] vom Volk gesteinigt, Lycophr. 331; φόνος, Steinigungstod, Soph. Ant. 36.

Greek (Liddell-Scott)

δημόλευστος: -ον, ὁ δημοσίᾳ λιθοβοληθείς, Λυκόφρ. 331· δ. φόνος ,θάνατος διὰ δημοσίου λιθοβολισμοῦ, Σοφ. Ἀντ.36.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lapidé par le peuple : δημόλευστος φόνος SOPH mort d’un supplicié lapidé par le peuple.
Étymologie: δῆμος, λεύω.

Spanish (DGE)

-ον
1 producido por lapidación pública φόνος S.Ant.36.
2 lapidado por el pueblo πρέσβυς Lyc.331.

Greek Monolingual

δημόλευστος, -ον (Α)
1. ο λιθοβολημένος από τον δήμο, τον λαό
2. φρ. «δημόλευστος φόνος» — αυτός που έγινε με δημόσιο λιθοβολισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + λεύω «λιθοβολώ»].

Greek Monotonic

δημόλευστος: -ον (λεύω), αυτός που λιθοβολείται δημόσια· δ. φόνος, θάνατος μέσω δημοσίου λιθοβολισμού, σε Σοφ.