ἀπενθής: Difference between revisions
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀπενθής]] (-ούς), -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[πένθος]] ή [[θλίψη]]<br /><b>2.</b> ο [[απένθητος]], [[εκείνος]] για τον οποίο δεν πένθησαν. | |mltxt=[[ἀπενθής]] (-ούς), -ές (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει [[πένθος]] ή [[θλίψη]]<br /><b>2.</b> ο [[απένθητος]], [[εκείνος]] για τον οποίο δεν πένθησαν. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀπενθής:''' -ές ([[πένθος]]), αυτός που δεν πενθεί, δεν είναι [[θλιμμένος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:19, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A free from grief, A.Pr.956; νεβρός B.12.87; θυμός Fr.7.2, cf. Plu.Flam.11, Tryph.599.
German (Pape)
[Seite 286] ές (πένθος), ohne Trauer, Πέργαμα Aesch. Prom. 962; Sp., wie Plut. C. Graech. 19.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπενθής: -ές, ὁ μὴ πενθῶν, ὁ μὴ ἔχων πένθος, θλῖψιν, Αἰσχύλ. Πρ. 956, ἠύτε νεβρὸς ἀπεν[θής] Βακχυλ. ΧΙΙΙ. 54, Ἀποσ. 48 [19] ἔκδ. Kenyon, Πλουτ. Φλαμιν. 11, κτλ.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
exempt de deuil.
Étymologie: ἀ, πένθος.
Spanish (DGE)
-ές
1 libre de dolor ἀ. πέργαμ' A.Pr.956, νεβρός B.13.87, θυμός B.Fr.11.2, Nonn.D.38.165, (Ἑλλάς) Plu.Flam.11, βωμοί Triph.599, τύμβος Nonn.Par.Eu.Io.20.10.
2 que aleja el dolor βότρυς Nonn.D.7.87.
Greek Monolingual
ἀπενθής (-ούς), -ές (Α)
1. αυτός που δεν έχει πένθος ή θλίψη
2. ο απένθητος, εκείνος για τον οποίο δεν πένθησαν.
Greek Monotonic
ἀπενθής: -ές (πένθος), αυτός που δεν πενθεί, δεν είναι θλιμμένος, σε Αισχύλ.