Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκυθρός: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432
(37)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ά, -όν, Α<br />[[οργίλος]], οργισμένος, θυμωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[σκυθρός]] έχει σχηματιστεί [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκυ</i>-<i>δ</i> του [[σκύζομαι]] «οργίζομαι» [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκυδ</i>- (πιθ. μέσω ενός τ. <i>σκυσ</i>-<i>θρός</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νω</i>-<i>θρός</i>)].
|mltxt=-ά, -όν, Α<br />[[οργίλος]], οργισμένος, θυμωμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Το επίθ. [[σκυθρός]] έχει σχηματιστεί [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκυ</i>-<i>δ</i> του [[σκύζομαι]] «οργίζομαι» [[είτε]] <span style="color: red;"><</span> θ. <i>σκυδ</i>- (πιθ. μέσω ενός τ. <i>σκυσ</i>-<i>θρός</i>) <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>θρός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>νω</i>-<i>θρός</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σκυθρός:''' -ά, -όν ([[σκύζομαι]]), θυμωμένος, [[δύσθυμος]], [[κατσούφης]], [[κατηφής]], σε Μένανδρ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκυθρός Medium diacritics: σκυθρός Low diacritics: σκυθρός Capitals: ΣΚΥΘΡΟΣ
Transliteration A: skythrós Transliteration B: skythros Transliteration C: skythros Beta Code: skuqro/s

English (LSJ)

ά, όν,

   A angry, sullen, Men.10, Arat.1120.

German (Pape)

[Seite 906] zornig, unwillig, mürrisch, traurig; Men. in VLL.; Arat. Dios. 388.

Greek (Liddell-Scott)

σκυθρός: -ά, -όν, (√ΣΚΥΔ, σκύζομαι), ὠργισμένος, δυσηρεστημένος, Μένανδρ. ἐν «Ἀδελφοῖς» 13, Ἄρατ. 1120. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στυγνὸς τὰς ὄψεις, χαλεπός, ὠμός, σκυθρωπός».

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
sombre, triste, chagrin.
Étymologie: R. Σκυδ, être sombre ; cf. σκύζομαι, σκυδμαίνω.

Greek Monolingual

-ά, -όν, Α
οργίλος, οργισμένος, θυμωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. σκυθρός έχει σχηματιστεί είτε < θ. σκυ-δ του σκύζομαι «οργίζομαι» είτε < θ. σκυδ- (πιθ. μέσω ενός τ. σκυσ-θρός) + επίθημα -θρός (πρβλ. νω-θρός)].

Greek Monotonic

σκυθρός: -ά, -όν (σκύζομαι), θυμωμένος, δύσθυμος, κατσούφης, κατηφής, σε Μένανδρ.