συγχωρητέος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[συγχωρέω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[συγχωρέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγχωρητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ. του <i>συγχωρῶ</i>·<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πρέπει να επιτρέψει [[κάποιος]], σε Λουκ.<br /><b class="num">2.</b> ουδ. <i>συγχωρητέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να επιτρέψει, να συγχωρήσει, σε Πλάτ.· ομοίως στον πληθ. <i>συγχωρητέα</i>, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 21:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχωρητέος Medium diacritics: συγχωρητέος Low diacritics: συγχωρητέος Capitals: ΣΥΓΧΩΡΗΤΕΟΣ
Transliteration A: synchōrētéos Transliteration B: synchōrēteos Transliteration C: sygchoriteos Beta Code: sugxwrhte/os

English (LSJ)

α, ον,

   A to be conceded, Luc.Herm.74.    2 neut. συγχωρητέον, one must concede, Pl.Phdr.234e, etc.: so in pl. συγχωρητέα, S.OC1426, Pl.Lg. 895a, etc.

Greek (Liddell-Scott)

συγχωρητέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ., ὃν πρέπει νὰ ἐπιτρέψῃ τις, εἴπερ δεκτέα καὶ εἰ συγχωρητέα Λουκ. Ἑρμότ. 74. 2) οὐδ., συγχωρητέον, δεῖ συγχωρεῖν, παραχωρεῖν, Πλάτ. Φαῖδρ. 234Ε κτλ.· οὕτως ἐν τῷ πληθ. συγχωρητέα, Σοφ. Ο. Κ. 1426, Πλάτ. Νόμ. 895Α, κτλ.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de συγχωρέω.

Greek Monotonic

συγχωρητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του συγχωρῶ·
1. αυτός που πρέπει να επιτρέψει κάποιος, σε Λουκ.
2. ουδ. συγχωρητέον, αυτό που πρέπει κάποιος να επιτρέψει, να συγχωρήσει, σε Πλάτ.· ομοίως στον πληθ. συγχωρητέα, σε Σοφ.