βαθυρρείτης: Difference between revisions
From LSJ
πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βαθυρρείτης]], ο (Α)<br />(για τον Ωκεανό) αυτός που έχει βαθύ [[ρεύμα]], που [[είναι]] [[βαθύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαθύς]] <span style="color: red;">+</span> <i>ρείτης</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ρεέτης</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ρεFέτης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ρέω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ακαλαρρείτης]])]. | |mltxt=[[βαθυρρείτης]], ο (Α)<br />(για τον Ωκεανό) αυτός που έχει βαθύ [[ρεύμα]], που [[είναι]] [[βαθύς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βαθύς]] <span style="color: red;">+</span> <i>ρείτης</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ρεέτης</i> <span style="color: red;"><</span> -<i>ρεFέτης</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ρέω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[ακαλαρρείτης]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βᾰθυρρείτης:''' -ου, ὁ ([[ῥέω]]) = [[βαθύρροος]], Επικ. γεν., <i>βαθυρρείταο</i> σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ου, ὁ, (ῥέω),
A = βαθύρροος, Ep. gen. βαθυρρείταο Il.21.195, Hes.Th. 265.
Greek (Liddell-Scott)
βᾰθυρρείτης: -ου, ὁ, (ῥέω) =βαθύρροος, Ἐπ. γεν. βαθυρρείταο Ἰλ. Φ. 195, Ἡσ. Θεογ. 265.
French (Bailly abrégé)
ου (épq. -αo);
adj. m.
au courant profond.
Étymologie: βαθύς, ῥέω.
English (Autenrieth)
ᾶο (ῥέω): deep-flowing, deep-streaming; Ὠκεανός, Il. 21.195†.
Spanish (DGE)
(βᾰθῠρρείτης) -αο
que fluye por lo hondo del Océano Il.21.195, Hes.Th.265.
Greek Monolingual
βαθυρρείτης, ο (Α)
(για τον Ωκεανό) αυτός που έχει βαθύ ρεύμα, που είναι βαθύς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς + ρείτης < -ρεέτης < -ρεFέτης < ρέω (πρβλ. ακαλαρρείτης)].
Greek Monotonic
βᾰθυρρείτης: -ου, ὁ (ῥέω) = βαθύρροος, Επικ. γεν., βαθυρρείταο σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.