πυρηφόρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνὴρ δίκαιός ἐστιν οὐχ ὁ μὴ ἀδικῶν, ἀλλ' ὅστις ἀδικεῖν δυνάμενος μὴ βούλεται → Non iustus omnis abstinens iniuriae est, sed qui nocere quum potest, tunc abstinet → Gerecht ist nicht schon der Mann, der kein Unrecht tut, sondern wer Unrecht tuen könnte, doch nicht will

Menander, Monostichoi, 639
(35)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[πυροφόρος]] (II).
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[πυροφόρος]] (II).
}}
{{lsm
|lsmtext='''πῡρηφόρος:''' -ον ([[πυρός]], [[φέρω]]), ποιητ. αντί [[πυροφόρος]], αυτός που έχει [[σιτάρι]], [[σιτοφόρος]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 21:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρηφόρος Medium diacritics: πυρηφόρος Low diacritics: πυρηφόρος Capitals: ΠΥΡΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: pyrēphóros Transliteration B: pyrēphoros Transliteration C: pyriforos Beta Code: purhfo/ros

English (LSJ)

ον, poet. for πυροφόρος,

   A wheatbearing, πεδίον Od.3.495, h.Ap.228.

German (Pape)

[Seite 821] poet. statt πυροφόρος, Weizen tragend; πεδίον, Od. 3, 495; h. Apoll. 228.

Greek (Liddell-Scott)

πῡρηφόρος: -ον, ποιητ. ἀντὶ τοῦ πυροφόρος, ὁ φέρων σῖτον, σιτοφόρος, πεδίον Ὀδ. Γ. 495, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 228.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. πυροφόρος.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) βλ. πυροφόρος (II).

Greek Monotonic

πῡρηφόρος: -ον (πυρός, φέρω), ποιητ. αντί πυροφόρος, αυτός που έχει σιτάρι, σιτοφόρος, σε Ομήρ. Οδ.