πανατρεκής: Difference between revisions

From LSJ

Ζήσεις βίον κράτιστον, ἢν θυμοῦ κρατῇς → Vives bene, si sis vacuus iracundia → Am besten lebst du, wenn du deinen Zorn beherrschst

Menander, Monostichoi, 186
(30)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[πανατρεκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> εντελώς [[αλάνθαστος]], αληθέστατος<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>πανατρεκές</i><br />αληθέστατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀτρεκής]] «[[αληθής]], [[ακριβής]], [[σωστός]]»].
|mltxt=[[πανατρεκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> εντελώς [[αλάνθαστος]], αληθέστατος<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>πανατρεκές</i><br />αληθέστατα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[ἀτρεκής]] «[[αληθής]], [[ακριβής]], [[σωστός]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πᾰνατρεκής:''' -ές, εντελώς [[ακριβής]], [[παναληθής]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰνατρεκής Medium diacritics: πανατρεκής Low diacritics: πανατρεκής Capitals: ΠΑΝΑΤΡΕΚΗΣ
Transliteration A: panatrekḗs Transliteration B: panatrekēs Transliteration C: panatrekis Beta Code: panatrekh/s

English (LSJ)

ές,

   A all-exact, infallible, φάτις Keil-Premerstein Erster Berichtp.9 (Troketta); μνῆμα AP7.594 (Jul.): neut. as Adv., A.R.4.1382.

German (Pape)

[Seite 457] ές, ganz unfehlbar, wahrhaft, μνῆμα, Iul. Aeg. 63 (VII, 594); als adv. πανατρεκές Ap. Rh. 4, 1332.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνατρεκής: -ές, ὅλως ἀτρεκής, παναληθής, Ἀνθ. Π. 7. 594˙ - οὐδ. -ές, ὡς ἐπίρρ., Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1382.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
tout à fait véritable, infaillible ; n. adv. • πανατρεκές très certainement.
Étymologie: πᾶν, ἀτρεκής.

Greek Monolingual

πανατρεκής, -ές (Α)
1. εντελώς αλάνθαστος, αληθέστατος
2. (το ουδ. ως επίρρ.) πανατρεκές
αληθέστατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀτρεκής «αληθής, ακριβής, σωστός»].

Greek Monotonic

πᾰνατρεκής: -ές, εντελώς ακριβής, παναληθής, σε Ανθ.