ἀποβώμιος: Difference between revisions
(5) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποβώμιος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τἀ ἀποβώμια</i><br />ιερά των οποίων ο [[καθαγιασμός]] γίνεται επί του εδάφους και όχι [[πάνω]] σε βωμό<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασεβής]], [[άθρησκος]]. | |mltxt=[[ἀποβώμιος]], -ον (AM)<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τἀ ἀποβώμια</i><br />ιερά των οποίων ο [[καθαγιασμός]] γίνεται επί του εδάφους και όχι [[πάνω]] σε βωμό<br /><b>αρχ.</b><br />[[ασεβής]], [[άθρησκος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποβώμιος:''' -ον ([[βωμός]]), αυτός που βρίσκεται [[μακριά]] από το βωμό, [[ασεβής]], [[άθεος]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A far from an altar, godless, Κύκλωψ E.Cyc.365. II in Eust.1720.28, literally, not offered on an altar, but on the ground. 2 not suitable for an offering, IG5(2).403 (Lusi, dub.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβώμιος: -ον, μακρὰν βωμοῦ, ἀσεβής, «ἄθεος» (Ἡσύχ.), ἀποβώμιος ἂν ἔχει θυσίαν Κύκλωψ Αἰτναῖος Εὐρ. Κύκλ. 366. II. Παρ’ Εύστ. 1720, 28, κυριολεκτικῶς, «ἀποβώμια … ἱερὰ ὧν οὐκ ἐπὶ βωμοῦ ὁ καθαγισμὸς ἀλλ’ ἐπὶ ἐδάφους».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se tient à l’écart des autels, impie, profane.
Étymologie: ἀπό, βωμός.
Spanish (DGE)
-ον
1 ajeno a los altares, impío Κύκλωψ E.Cyc.365.
2 que no se ofrece sobre un altar sino en el suelo, de sacrificios, Hsch., Eust.1720.28.
3 no apropiado para un sacrificio, IG 5(2).403.
Greek Monolingual
ἀποβώμιος, -ον (AM)
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τἀ ἀποβώμια
ιερά των οποίων ο καθαγιασμός γίνεται επί του εδάφους και όχι πάνω σε βωμό
αρχ.
ασεβής, άθρησκος.
Greek Monotonic
ἀποβώμιος: -ον (βωμός), αυτός που βρίσκεται μακριά από το βωμό, ασεβής, άθεος, σε Ευρ.