ἀποσταδόν: Difference between revisions
From LSJ
Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποσταδόν]] κ. -δά (Α) κ. -δην (Μ) [[αφίσταμαι]]<br />από [[απόσταση]], από [[μακριά]]. | |mltxt=[[ἀποσταδόν]] κ. -δά (Α) κ. -δην (Μ) [[αφίσταμαι]]<br />από [[απόσταση]], από [[μακριά]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποστᾰδόν:''' και [[ἀποσταδά]], επίρρ. ([[ἀφίστημι]]), εξ αποστάσεως, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:36, 30 December 2018
English (LSJ)
Adv., (ἀφίσταμαι)
A from afar, Il.15.556. II ἀπόσταδον· δίκτυον μεμολυβδωμένον καὶ καλάμῳ περιεννημένον, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστᾰδόν: ἐπίρρ. (ἀφίστημι) ἐκ διαστήματος, ἐξ ἀποστάσεως, Ἰλ. Ο. 556· προσέτι, ἀποσταδά Ὀδ. Ζ. 143.
French (Bailly abrégé)
c. ἀποσταδά.
Étymologie: ἀφίστημι.
English (Autenrieth)
and ἀπο-σταδά (ἵστημι): adv., standing at a distance, Il. 15.556 and Od. 6.143, 146.
Spanish (DGE)
(ἀποστᾰδόν)
adv. desde lejos, aparte, Il.15.556, cf. Hsch., Et.Gen.1072.
Greek Monolingual
ἀποσταδόν κ. -δά (Α) κ. -δην (Μ) αφίσταμαι
από απόσταση, από μακριά.
Greek Monotonic
ἀποστᾰδόν: και ἀποσταδά, επίρρ. (ἀφίστημι), εξ αποστάσεως, σε Όμηρ.