Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀποσταδόν: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(5)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀποσταδόν]] κ. -δά (Α) κ. -δην (Μ) [[αφίσταμαι]]<br />από [[απόσταση]], από [[μακριά]].
|mltxt=[[ἀποσταδόν]] κ. -δά (Α) κ. -δην (Μ) [[αφίσταμαι]]<br />από [[απόσταση]], από [[μακριά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀποστᾰδόν:''' και [[ἀποσταδά]], επίρρ. ([[ἀφίστημι]]), εξ αποστάσεως, σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 21:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποστᾰδόν Medium diacritics: ἀποσταδόν Low diacritics: αποσταδόν Capitals: ΑΠΟΣΤΑΔΟΝ
Transliteration A: apostadón Transliteration B: apostadon Transliteration C: apostadon Beta Code: a)postado/n

English (LSJ)

Adv., (ἀφίσταμαι)

   A from afar, Il.15.556.    II ἀπόσταδον· δίκτυον μεμολυβδωμένον καὶ καλάμῳ περιεννημένον, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποστᾰδόν: ἐπίρρ. (ἀφίστημι) ἐκ διαστήματος, ἐξ ἀποστάσεως, Ἰλ. Ο. 556· προσέτι, ἀποσταδά Ὀδ. Ζ. 143.

French (Bailly abrégé)

c. ἀποσταδά.
Étymologie: ἀφίστημι.

English (Autenrieth)

and ἀπο-σταδά (ἵστημι): adv., standing at a distance, Il. 15.556 and Od. 6.143, 146.

Spanish (DGE)

(ἀποστᾰδόν)
adv. desde lejos, aparte, Il.15.556, cf. Hsch., Et.Gen.1072.

Greek Monolingual

ἀποσταδόν κ. -δά (Α) κ. -δην (Μ) αφίσταμαι
από απόσταση, από μακριά.

Greek Monotonic

ἀποστᾰδόν: και ἀποσταδά, επίρρ. (ἀφίστημι), εξ αποστάσεως, σε Όμηρ.