ἀποταφρεύω: Difference between revisions
Ὀργὴν ἑταίρου καὶ φίλου πειρῶ φέρειν → Toleres amici et comitis iracundiam → Ertrage nur des Freundes und Gefährten Zorn
(5) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀποταφρεύω]] (Α)<br />[[περιβάλλω]], [[ενισχύω]], [[οχυρώνω]] (με τάφρο). | |mltxt=[[ἀποταφρεύω]] (Α)<br />[[περιβάλλω]], [[ενισχύω]], [[οχυρώνω]] (με τάφρο). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀποταφρεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[περιβάλλω]] με τάφρο, [[οχυρώνω]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 30 December 2018
English (LSJ)
A fence off with a ditch, X.An.6.5.1, HG5.4.38; for defence or offence, D.H.2.37, 3.41.
German (Pape)
[Seite 329] durch einen Graben befestigen, Xen. An. 6, 5, 1 Hell. 5, 4, 38 u. Sp., wie Dion. Hal. 9, 8.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποταφρεύω: περιβάλλω διὰ τάφρου, ὀχυρώνω, κατὰ τὸ πλεῖστον συναπτόμενον μετὰ τοῦ ἀποσταυρόω, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 1, Ἑλλ. 5. 4, 38, πρβλ. Διον. Ἁλ. 5. 58.
French (Bailly abrégé)
faire un retranchement au moyen d’un fossé.
Étymologie: ἀπό, ταφρεύω.
Spanish (DGE)
1 cavar un foso ᾗ ἡ εἴσοδος ἦν X.An.6.5.1, cf. D.C.40.7.2.
2 c. ac. proteger con un foso τὸ πεδίον καὶ τὰ πλείστου ἄξια τῆς χώρας X.HG 5.4.38, Ἀυεντῖνον D.H.2.37, ὁδόν Plu.2.1087c, χωρίον Polyaen.6.53.
Greek Monolingual
ἀποταφρεύω (Α)
περιβάλλω, ενισχύω, οχυρώνω (με τάφρο).