ἀρχίμιμος: Difference between revisions
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(6) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ἀρχιμῑμος, ο (Α)<br />ο [[αρχηγός]] των μίμων, ο [[πρώτος]] [[κωμικός]] [[υποκριτής]]. | |mltxt=ἀρχιμῑμος, ο (Α)<br />ο [[αρχηγός]] των μίμων, ο [[πρώτος]] [[κωμικός]] [[υποκριτής]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀρχίμῑμος:''' ὁ, [[πρώτος]] [[κωμικός]] [[υποκριτής]], [[αρχηγός]] κωμικών ηθοποιών, μίμων, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A chief comedian, Plu.Sull.36.
German (Pape)
[Seite 366] ὁ, erster Mimenspieler, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρχίμῑμος: ὁ, ὁ ἀρχηγὸς τῶν μίμων, πρῶτος κωμικὸς ὑποκριτής, Πλουτ. Σύλλ. 36.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
chef d’une troupe de mimes.
Étymologie: ἄρχω, μῖμος.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): lat. archimimus, CIL 14.2408, fem. archimima, CIL 6.10106.4, 10107.3
primer mimo y actor cómico Plu.Sull.36, in funere Fauor a. personam eius ... imitans, en el funeral, el actor Favor, imitando su persona ... Suet.Vesp.19, cf. Porphyrio Comm.265
•prob. irón. doctus archimimus, senex iam decrepitus Seneca Fr.36, CIL ll.cc.
Greek Monolingual
ἀρχιμῑμος, ο (Α)
ο αρχηγός των μίμων, ο πρώτος κωμικός υποκριτής.
Greek Monotonic
ἀρχίμῑμος: ὁ, πρώτος κωμικός υποκριτής, αρχηγός κωμικών ηθοποιών, μίμων, σε Πλούτ.