ἀσκευής: Difference between revisions

From LSJ

Σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → Sometimes silence is preferable to words → Est ubi loquelā melius est silentium → Das Schweigen ist dem Reden manchmal vorzuziehn

Menander, Monostichoi, 477
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀσκευής]], -ές (Α) [[σκεύος]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει εργαλεία της τέχνης του<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει έπιπλα.
|mltxt=[[ἀσκευής]], -ές (Α) [[σκεύος]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει εργαλεία της τέχνης του<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει έπιπλα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀσκευής:''' -ές ([[σκευή]]), αυτός που δεν έχει τα εργαλεία της τέχνης του, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκευής Medium diacritics: ἀσκευής Low diacritics: ασκευής Capitals: ΑΣΚΕΥΗΣ
Transliteration A: askeuḗs Transliteration B: askeuēs Transliteration C: askevis Beta Code: a)skeuh/s

English (LSJ)

ές,

   A without the implements of his art, Hdt.3.131.    II without furniture, Muson.Fr.14p.71H.

German (Pape)

[Seite 371] ές, = folgdm, Her. 3, 131; neben ἄοικος καὶ ἀκτήμων Muson. Stob. flor. 67, 20.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκευής: -ές, μὴ ἔχων τὰ ἐργαλεῖα τῆς ἑαυτοῦ τέχνης, ἀσκευὴς ἐὼν καὶ ἔχων οὐδὲν τῶν ὅσα περὶ τὴν τέχνην ἐστὶ ἐργαλήια Ἡρόδ. 3. 131. ΙΙ. ὁ ἄνευ σκευῶν οἰκιακῶν ἢ ἐπίπλων, Κράτης ἄοικός τε καὶ ἀσκεὺς καὶ ἀκτήμων τέλεον ἦν Μουσώνιος παρὰ Στοβ. 412. 24.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sans instruments, sans outils.
Étymologie: ἀ, σκεῦος.

Spanish (DGE)

-ές
carente de enseres o instrumentos de un médico ἀσκευής περ ἐών Hdt.3.131, de un pobre ἄοικος τε καὶ ἀ. καὶ ἀκτήμων Muson.Fr.14.

Greek Monolingual

ἀσκευής, -ές (Α) σκεύος
1. αυτός που δεν έχει εργαλεία της τέχνης του
2. εκείνος που δεν έχει έπιπλα.

Greek Monotonic

ἀσκευής: -ές (σκευή), αυτός που δεν έχει τα εργαλεία της τέχνης του, σε Ηρόδ.