ἀρτίδακρυς: Difference between revisions

From LSJ

πρὸς ὀλίγον ἡσθεὶς ναυτιᾷ → having been delighted a very little while, he is nauseated

Source
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρτίδακρυς]], -υ (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[έτοιμος]] να δακρύσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δακρυς</i> <span style="color: red;"><</span> [[δάκρυ]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[απειρόδακρυς]], <i>αρίδακρυς</i>)].
|mltxt=[[ἀρτίδακρυς]], -υ (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[έτοιμος]] να δακρύσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>αρτι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>δακρυς</i> <span style="color: red;"><</span> [[δάκρυ]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[απειρόδακρυς]], <i>αρίδακρυς</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρτίδακρυς:''' -υ ([[δάκρυ]]), αυτός που [[μόλις]] δάκρυσε, [[έτοιμος]] να δακρύσει, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρτίδακρυς Medium diacritics: ἀρτίδακρυς Low diacritics: αρτίδακρυς Capitals: ΑΡΤΙΔΑΚΡΥΣ
Transliteration A: artídakrys Transliteration B: artidakrys Transliteration C: artidakrys Beta Code: a)rti/dakrus

English (LSJ)

υ,

   A ready to weep, E.Med.903, Luc.Lex.4.

German (Pape)

[Seite 362] (δάκρυ), der eben geweint hat, od. weinen will, Eur. Med. 903; Luc. Lexiph. 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρτίδακρυς: υ, ὁ ἄρτι δακρύων ἢ ἕτοιμος νὰ χύσῃ δάκρυα, Ἑλμσλ. ἐν Εὐρ. Μηδ. 873 (903), ἀντὶ ἀρίδακρυς (ἴδε Ἕρμαν.), πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 4.

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. υος;
qui vient de pleurer ou prêt à pleurer.
Étymologie: ἄρτι, δάκρυ.

Spanish (DGE)



• Prosodia: [-ῐ-]
que está a punto de llorar A.Fr.415b, ἀ. εἰμι καὶ φόβου πλέα E.Med.903, cf. Luc.Lex.4.

Greek Monolingual

ἀρτίδακρυς, -υ (Α)
αυτός που είναι έτοιμος να δακρύσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -δακρυς < δάκρυ (πρβλ. απειρόδακρυς, αρίδακρυς)].

Greek Monotonic

ἀρτίδακρυς: -υ (δάκρυ), αυτός που μόλις δάκρυσε, έτοιμος να δακρύσει, σε Ευρ.