Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀρνήσιμος: Difference between revisions

From LSJ
(6)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀρνήσιμος]], -ον (Α) [[άρνησις]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να αρνηθεί.
|mltxt=[[ἀρνήσιμος]], -ον (Α) [[άρνησις]]<br />αυτός τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να αρνηθεί.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀρνήσιμος:''' -ον ([[ἀρνέομαι]]), αυτός που μπορεί [[κάποιος]] να αρνηθεί, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρνήσιμος Medium diacritics: ἀρνήσιμος Low diacritics: αρνήσιμος Capitals: ΑΡΝΗΣΙΜΟΣ
Transliteration A: arnḗsimos Transliteration B: arnēsimos Transliteration C: arnisimos Beta Code: a)rnh/simos

English (LSJ)

ον,

   A to be denied, τούτων δ' οὐδέν ἐστ' ἀ. S.Ph.74.

German (Pape)

[Seite 357] ον, zu läugnen, Soph. Phil. 74.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρνήσιμος: -ον, ὃν δύναταί τις νὰ ἀρνηθῇ, τούτων δ’ οὐδέν ἐστ’ ἀρνήσιμον Σοφ. Φ. 74.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on peut nier.
Étymologie: ἀρνέομαι.

Spanish (DGE)

(ἀρνήσῐμος) -ον
que se puede desmentir ἐμοὶ δὲ τούτων οὐδέν ἐστ' ἀρνήσιμον S.Ph.74.

Greek Monolingual

ἀρνήσιμος, -ον (Α) άρνησις
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να αρνηθεί.

Greek Monotonic

ἀρνήσιμος: -ον (ἀρνέομαι), αυτός που μπορεί κάποιος να αρνηθεί, σε Σοφ.