ἀσυνήμων: Difference between revisions
From LSJ
Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick
(6) |
(3) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀσυνήμων]], -ον (Α) [[συνίημι]]<br />ο μη [[νοήμων]], αυτός που δεν καταλαβαίνει [[κάτι]]. | |mltxt=[[ἀσυνήμων]], -ον (Α) [[συνίημι]]<br />ο μη [[νοήμων]], αυτός που δεν καταλαβαίνει [[κάτι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀσυνήμων:''' αρχ. Αττ. ἀ-ξυνήμων, -ον, = [[ἀσύνετος]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A not comprehending, A.Ag.1060.
German (Pape)
[Seite 380] ον, = ἀσύνετος, Aesch. Ag. 1030.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνήμων: παλ. Ἀττ. ἀξυνήμων, ον, = ἀσύνετος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1060: ― ἀσυνημονέω = ἀσυνετέω, Τζέτζ. Ἐπιστ. 19. σ. 46, 6.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
c. ἀσύνετος.
Greek Monolingual
ἀσυνήμων, -ον (Α) συνίημι
ο μη νοήμων, αυτός που δεν καταλαβαίνει κάτι.
Greek Monotonic
ἀσυνήμων: αρχ. Αττ. ἀ-ξυνήμων, -ον, = ἀσύνετος, σε Αισχύλ.