βαδιστικός: Difference between revisions
τὰ ὑπὸ ἐμοῦ διδόμενα τεθήσεται ἐν τῷ ἱερῷ → what I give will be put in the temple
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[βαδιστικός]], -ή, -όν) [[βαδιστής]]<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να βαδίζει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με το «[[βάδισμα]]»<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ευθύς]] βαδιστικά»<br />(ο όρος αποδίδεται στους νεοσσούς πτηνών) που μπορούν να βαδίσουν [[αμέσως]] [[μετά]] την [[εκκόλαψη]]. | |mltxt=-ή, -ό (Α [[βαδιστικός]], -ή, -όν) [[βαδιστής]]<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να βαδίζει<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ο [[σχετικός]] με το «[[βάδισμα]]»<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ευθύς]] βαδιστικά»<br />(ο όρος αποδίδεται στους νεοσσούς πτηνών) που μπορούν να βαδίσουν [[αμέσως]] [[μετά]] την [[εκκόλαψη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βαδιστικός:''' -ή, -όν ([[βαδίζω]]), αυτός που είναι [[ικανός]] να περπατά, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A good at walking, Ar.Ra.128, Thphr.Fr.180; able to walk, Simp.in Ph.887.17; τὸ β. that which is capable of walking, Arist.Int.21b16; ποὺς . . ὄργανον β. Gal.UP2.9. Adv.-κῶς Porph.Gaur.1.3. II for riding animals, στάβλον POxy.146.1 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 423] gern gehend, gut zu Fuß, Ar. Ran. 128; zum Gehen geschickt, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
βαδιστικός: -ή, -όν, καλός, ἱκανὸς εἰς τὸ περιπατεῖν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 128· τὸ βαδιστικόν, ἱκανότης πρὸς τὸ περιπατεῖν, Ἀριστ. Ἑρμην. 12. - Ἐπίρρ. -κῶς Ζωναρ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre à marcher ; bon marcheur.
Étymologie: βαδίζω.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1apto para andar ὡς ὄντος γε μὴ βαδιστικοῦ pues no soy buen andarín Ar.Ra.128, ποὺς μὲν ἦν ὄργανον βαδιστικόν Gal.3.127, σανδάλια βατιστικά (l. βαδ-) PCornell 33.1 (III d.C.)
•capaz de andar de aves, Thphr.Fr.180, καθὸ δὲ βαδιστικὸς βαδίζει Simp.in Ph.885.18
•subst. τὸ βαδιστικόν lo que tiene la capacidad de andar δύναται γὰρ καὶ μὴ βαδίζειν τὸ βαδιστικόν Arist.Int.21b16, cf. Plot.6.3.22.
2 de anim. que sirve para montar, de silla βαδιστικὰ πορεῖα PLond.1973.3 (III a.C.), στάβλος β. establo para animales de montar, POxy.146.1 (VI d.C.), 138.10 (VII d.C.), cf. PTeb.701.71 (III a.C.).
II adv. -ῶς a la manera del que pasea Porph.Gaur.1.3.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α βαδιστικός, -ή, -όν) βαδιστής
αυτός που έχει την ικανότητα να βαδίζει
νεοελλ.
1. ο σχετικός με το «βάδισμα»
2. φρ. «ευθύς βαδιστικά»
(ο όρος αποδίδεται στους νεοσσούς πτηνών) που μπορούν να βαδίσουν αμέσως μετά την εκκόλαψη.
Greek Monotonic
βαδιστικός: -ή, -όν (βαδίζω), αυτός που είναι ικανός να περπατά, σε Αριστοφ.