βλέπος: Difference between revisions

From LSJ

γέλως τὰ σεμνὰ τοῦ βίου τοῖς σώφροσιν → pompous things in life make men of sound mind laugh (Menander)

Source
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[βλέπος]]) [[βλέπω]]<br />[[βλέμμα]], [[ματιά]].
|mltxt=το (Α [[βλέπος]]) [[βλέπω]]<br />[[βλέμμα]], [[ματιά]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βλέπος:''' τό, [[βλέμμα]], [[ματιά]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 21:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βλέπος Medium diacritics: βλέπος Low diacritics: βλέπος Capitals: ΒΛΕΠΟΣ
Transliteration A: blépos Transliteration B: blepos Transliteration C: vlepos Beta Code: ble/pos

English (LSJ)

ους, τό,

   A = βλέμμα, look, Ἀττικὸν β. Ar.Nu.1176, cf. Theoc. 23.12.

German (Pape)

[Seite 448] τό, = βλέμμα, Ar. Nub. 1176 ἀττικόν, d. i. unverschämt.

Greek (Liddell-Scott)

βλέπος: τό, = βλέμμα, ματιά, Ἀττικὸν βλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1176.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
regard.
Étymologie: βλέπω.

Spanish (DGE)

-εος, τό
mirada ἀττικὸν β. Ar.Nu.1176, cf. prob. corrupto, Theoc.23.12.

Greek Monolingual

το (Α βλέπος) βλέπω
βλέμμα, ματιά.

Greek Monotonic

βλέπος: τό, βλέμμα, ματιά, σε Αριστοφ.