βουθερής: Difference between revisions
From LSJ
πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βουθερής]], -ές (Α)<br />([[λειμών]]) αυτός που έχει θερινή [[βοσκή]] για τα βόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θερής</i> <span style="color: red;"><</span> [[θέρος]]. | |mltxt=[[βουθερής]], -ές (Α)<br />([[λειμών]]) αυτός που έχει θερινή [[βοσκή]] για τα βόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βους]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θερής</i> <span style="color: red;"><</span> [[θέρος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βουθερής:''' -ές ([[θέρος]]), αυτός που παρέχει θερινή [[βοσκή]], σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A affording summer-pasture, λειμών S.Tr.188.
German (Pape)
[Seite 456] ές, Rinder sömmernd, weidend, λειμών Soph. Tr. 188.
Greek (Liddell-Scott)
βουθερής: -ές, ὁ παρέχων βοσκὴν θερινήν, λειμὼν Σοφ. Τρ. 188.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
où paissent les bœufs durant l’été, ou simpl. où paissent les bœufs, qui nourrit les bœufs.
Étymologie: βοῦς, θέρος.
Spanish (DGE)
-ές
• Alolema(s): βούθοροι Hsch.
que proporciona pasto para los bueyes en verano λειμών S.Tr.188, cf. βουθερεῖ, βούθοροι Hsch.
Greek Monolingual
βουθερής, -ές (Α)
(λειμών) αυτός που έχει θερινή βοσκή για τα βόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βους + -θερής < θέρος.
Greek Monotonic
βουθερής: -ές (θέρος), αυτός που παρέχει θερινή βοσκή, σε Σοφ.