βιοθρέμμων: Difference between revisions
From LSJ
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
(7) |
(3) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[βιοθρέμμων]], -ον <b>(ποιητ.)</b> (Α)<br />αυτός που διατηρεί τη ζωή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θρεμμων</i> <span style="color: red;"><</span> (θ) <i>θρεπ</i>-, <i>έθρεψα</i>, αόρ. του [[τρέφω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[θεοθρέμμων]], [[ολβοθρέμμων]], <b>κ.ά.</b>)]. | |mltxt=[[βιοθρέμμων]], -ον <b>(ποιητ.)</b> (Α)<br />αυτός που διατηρεί τη ζωή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[βίος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θρεμμων</i> <span style="color: red;"><</span> (θ) <i>θρεπ</i>-, <i>έθρεψα</i>, αόρ. του [[τρέφω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[θεοθρέμμων]], [[ολβοθρέμμων]], <b>κ.ά.</b>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βῐοθρέμμων:''' -ον ([[τρέφω]]), αυτός που διατηρεί τη [[ζωή]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A life-supporting, πάντων Ar.Nu.570 (lyr.); φῦλα Orph.H.34.19.
German (Pape)
[Seite 445] ον, Leben nährend, αἰθὴρ β. πάντων Ar. Nub. 561; φῦλα Orph. H. 33, 19.
Greek (Liddell-Scott)
βιοθρέμμων: -ον, ὁ διατηρῶν τὴν ζωήν, πάντων Ἀριστοφ. Νεφ. 570.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui entretient la vie, nourricier.
Étymologie: βίος, τρέφω.
Spanish (DGE)
-ον
creador de vida Αἰθέρα ... βιοθρέμμονα πάντων Ar.Nu.570, φῦλα Orph.H.34.19.
Greek Monolingual
βιοθρέμμων, -ον (ποιητ.) (Α)
αυτός που διατηρεί τη ζωή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + -θρεμμων < (θ) θρεπ-, έθρεψα, αόρ. του τρέφω (πρβλ. θεοθρέμμων, ολβοθρέμμων, κ.ά.)].
Greek Monotonic
βῐοθρέμμων: -ον (τρέφω), αυτός που διατηρεί τη ζωή, σε Αριστοφ.