διαβουλεύομαι: Difference between revisions

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178
(9)
(3)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[διαβουλεύομαι]])<br /><b>1.</b> [[συσκέπτομαι]] με άλλους και [[ανταλλάσσω]] γνώμες<br /><b>2.</b> [[διαλογίζομαι]], [[συσκέπτομαι]]<br /><b>3.</b> [[μηχανώμαι]], [[ραδιουργώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαβουλεύω]]<br />[[διανύω]] την περίοδο της βουλευτικής μου θητείας<br /><b>2.</b> [[διαβουλεύομαι]]<br />α) [[εξετάζω]] [[λεπτομερώς]]<br />β) [[αποφασίζω]].
|mltxt=(AM [[διαβουλεύομαι]])<br /><b>1.</b> [[συσκέπτομαι]] με άλλους και [[ανταλλάσσω]] γνώμες<br /><b>2.</b> [[διαλογίζομαι]], [[συσκέπτομαι]]<br /><b>3.</b> [[μηχανώμαι]], [[ραδιουργώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαβουλεύω]]<br />[[διανύω]] την περίοδο της βουλευτικής μου θητείας<br /><b>2.</b> [[διαβουλεύομαι]]<br />α) [[εξετάζω]] [[λεπτομερώς]]<br />β) [[αποφασίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διαβουλεύομαι:''' αποθ., [[συζητώ]] τα [[υπέρ]] και τα κατά, [[συζητώ]] διεξοδικά, [[συλλογίζομαι]], [[στοχάζομαι]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 22:08, 30 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

διαβουλεύομαι: ἀποθ., σκέπτομαι ἢ συζητῶ ὑπόθεσίν τινα ἐξετάζων τὰ ἀντιμαχόμενα ἐπιχειρήματα, συζητῶ καθ’ ὁλοκληρίαν, Ἀνδοκ. 22. 12, Θουκ. 2. 5., 7. 50. 2) διανοοῦμαι, ἀποφασίζω, μετ’ ἀπαρ., Λουκ. Ἁλ. 24.

French (Bailly abrégé)

1 délibérer, discuter;
2 décider de, inf..
Étymologie: διά, βουλεύομαι.

Greek Monolingual

(AM διαβουλεύομαι)
1. συσκέπτομαι με άλλους και ανταλλάσσω γνώμες
2. διαλογίζομαι, συσκέπτομαι
3. μηχανώμαι, ραδιουργώ
αρχ.
1. διαβουλεύω
διανύω την περίοδο της βουλευτικής μου θητείας
2. διαβουλεύομαι
α) εξετάζω λεπτομερώς
β) αποφασίζω.

Greek Monotonic

διαβουλεύομαι: αποθ., συζητώ τα υπέρ και τα κατά, συζητώ διεξοδικά, συλλογίζομαι, στοχάζομαι, σε Θουκ.