διείρομαι: Difference between revisions
From LSJ
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
(big3_11) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=v. [[διέρομαι]]. | |dgtxt=v. [[διέρομαι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διείρομαι:''' απαρ. αορ. βʹ <i>δι-ερέσθαι</i>, [[ανακρίνω]], [[εξετάζω]] εξονυχιστικά, σε Όμηρ., Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:12, 30 December 2018
English (LSJ)
A v. διέρομαι.
German (Pape)
[Seite 618] u. διειρύω, s. διέρομαι u. διερύω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
demander : τι, qch ; τινά τι, qch à qqn.
Étymologie: διά, εἴρομαι.
2Pass. de διείρω.
English (Autenrieth)
inquire of or question fully, τὶ, and τινά τι.
Spanish (DGE)
v. διέρομαι.
Greek Monotonic
διείρομαι: απαρ. αορ. βʹ δι-ερέσθαι, ανακρίνω, εξετάζω εξονυχιστικά, σε Όμηρ., Πλάτ.