διεκδύομαι: Difference between revisions
From LSJ
Κἀν τοῖς ἀγροίκοις ἐστὶ παιδείας ἔρως → Doctrinae habetur ratio vel ab agrestis → Im Landmann lebt die Lust auf Bildung ebenso
(big3_11) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[huir]] εὐμαρῶς διεκδύσεται Ph.1.471. | |dgtxt=[[huir]] εὐμαρῶς διεκδύσεται Ph.1.471. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''διεκδύομαι:''' αόρ. βʹ <i>διεξέδυν</i>, [[ξεγλιστρώ]] [[ανάμεσα]], με αιτ., σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
aor. διεξέδυν (but διεκδύσαι· ἀποδρᾶσαι, Hsch.),
A slip out through, Hp.Morb.Sacr.7; δ. τὸν ὄχλον Plu.Tim.10: abs., prob. in Id.Pel.17.
Greek (Liddell-Scott)
διεκδύομαι: ἀόρ. διεξέδυν˙ - ἐξολισθαίνω διά τινος, Ἱππ. 305. 52˙ δ. τὸν ὄχλον Πλούτ. Τιμολ. 10.
Spanish (DGE)
huir εὐμαρῶς διεκδύσεται Ph.1.471.
Greek Monotonic
διεκδύομαι: αόρ. βʹ διεξέδυν, ξεγλιστρώ ανάμεσα, με αιτ., σε Πλούτ.