δικτυβόλος: Difference between revisions

From LSJ

διώκει παῖς ποτανὸν ὄρνιν → a boy chases a bird on the wing, vain pursuit

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δικτυβόλος]] και [[δικτυοβόλος]], ο (Α)<br />ο [[ψαράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίκτυον]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[τοξοβόλος]], [[υδροβόλος]])].
|mltxt=[[δικτυβόλος]] και [[δικτυοβόλος]], ο (Α)<br />ο [[ψαράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίκτυον]] <span style="color: red;">+</span> -[[βόλος]] <span style="color: red;"><</span> [[βάλλω]] (<b>[[πρβλ]].</b> [[τοξοβόλος]], [[υδροβόλος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δικτῠβόλος:''' -ον ([[βάλλω]]), [[ψαράς]], αλιέας, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δικτῠβόλος Medium diacritics: δικτυβόλος Low diacritics: δικτυβόλος Capitals: ΔΙΚΤΥΒΟΛΟΣ
Transliteration A: diktybólos Transliteration B: diktybolos Transliteration C: diktyvolos Beta Code: diktubo/los

English (LSJ)

ον,

   A a fisherman, ib.105 (Apollonid.), Opp.H.4.578.

German (Pape)

[Seite 630] ὁ, der Netzwerfer, Fischer; Apollnd. 7 (VI, 105); Opp. H. 4, 578.

Greek (Liddell-Scott)

δικτῠβόλος: -ον, ἁλιεύς, Ἀνθ. Π. 6. 105, Ὀππ. Ἁλ. 4. 578.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui jette le filet, pêcheur.
Étymologie: δίκτυον, βάλλω.

Spanish (DGE)

(δικτῠβόλος) -ου, ὁ pescador, AP 6.4 (Leon.), 6.105 (Apollonid.), 9.370 (Tib.Ill.), Opp.H.4.578.

Greek Monolingual

δικτυβόλος και δικτυοβόλος, ο (Α)
ο ψαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκτυον + -βόλος < βάλλω (πρβλ. τοξοβόλος, υδροβόλος)].

Greek Monotonic

δικτῠβόλος: -ον (βάλλω), ψαράς, αλιέας, σε Ανθ.