διομολογία: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
(9)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[διομολογία]], η (Α) [[διομολογώ]]<br />[[διομολόγησις]].
|mltxt=[[διομολογία]], η (Α) [[διομολογώ]]<br />[[διομολόγησις]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''διομολογία:''' ἡ, = [[διομολόγησις]], σε Ισαίο.
}}
}}

Revision as of 22:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διομολογία Medium diacritics: διομολογία Low diacritics: διομολογία Capitals: ΔΙΟΜΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: diomología Transliteration B: diomologia Transliteration C: diomologia Beta Code: diomologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A agreement, contract, δ. ποιεῖν περί τινος Is.11.21,23; γίνεται δ. τῆς ὑπουργίας Arist.EN1164a34.

Greek (Liddell-Scott)

διομολογία: ἡ, = διομολόγησις, δ. ποιεῖν περί τινος Ἰσαῖ. 86. 4, 15· γίνεται δ. τῆς ὑπουργίας Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
convention.
Étymologie: διομολογέω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
acuerdo, convenio περὶ αὐτῶν Is.11.21, cf. 23, c. gen. τῆς ὑπουργίας Arist.EN 1164a34.

Greek Monolingual

διομολογία, η (Α) διομολογώ
διομολόγησις.

Greek Monotonic

διομολογία: ἡ, = διομολόγησις, σε Ισαίο.