δικελλίτης: Difference between revisions
From LSJ
Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart
(9) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δικελλίτης]], ο (Α)<br />ο [[δικελλευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίκελλα]] <span style="color: red;">+</span> (παραγ. κατάλ.) -[[ίτης]]]. | |mltxt=[[δικελλίτης]], ο (Α)<br />ο [[δικελλευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[δίκελλα]] <span style="color: red;">+</span> (παραγ. κατάλ.) -[[ίτης]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δῐκελλίτης:''' [λῑ], -ου, ὁ, [[σκαπανέας]], [[σκαφτιάς]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:16, 30 December 2018
English (LSJ)
[λῑ], ου, ὁ,
A a digger, Luc.Tim.8.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκελλίτης: [λῑ], ου, ὁ, ὁ σκάπτων διὰ δικέλλης, σκαφεύς, Λουκ. Τίμωνι 8.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui travaille avec le hoyau à deux pointes.
Étymologie: δίκελλα.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ cavador Luc.Tim.8.
Greek Monolingual
δικελλίτης, ο (Α)
ο δικελλευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίκελλα + (παραγ. κατάλ.) -ίτης].