δυσκατάστατος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἔστιν πᾶν πρόσφατον ὑπὸ τὸν ἥλιον → and there's nothing new under the sun (Eccl. 1:9 LXX)

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσκατάστατος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να αποκαταστήσει ή να καταπαύσει.
|mltxt=[[δυσκατάστατος]], -ον (Α)<br />αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί [[κανείς]] να αποκαταστήσει ή να καταπαύσει.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσκατάστᾰτος:''' -ον (καθ-[[ίστημι]]), [[δύσκολος]] να τακτοποιηθεί, διευθετηθεί ή να κατασταλεί, σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 22:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσκατάστᾰτος Medium diacritics: δυσκατάστατος Low diacritics: δυσκατάστατος Capitals: ΔΥΣΚΑΤΑΣΤΑΤΟΣ
Transliteration A: dyskatástatos Transliteration B: dyskatastatos Transliteration C: dyskatastatos Beta Code: duskata/statos

English (LSJ)

ον,

   A hard to restore or rally, X.Cyr.5.3.43 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 682] schwer in Ordnung zu bringen, compar., Xen. Cyr. 5, 3, 43.

Greek (Liddell-Scott)

δυσκατάστᾰτος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ἀποκαταστήσῃ τις ἢ νὰ καταστείλῃ, καταπαύσῃ, ταραχὴ Ξεν. Κύρ. 5. 3, 43.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à apaiser.
Étymologie: δυσ-, καθίστημι.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de arreglar, de mal arreglo τὸ ταραχθῆναι δὲ ἐν τῇ νυκτὶ πολὺ μεῖζόν ἐστι πρᾶγμα ... καὶ δυσκαταστατώτερον la alteración del orden es más grave de noche ... y más difícil de arreglar X.Cyr.5.3.43.
2 difícil de establecer, de comprender ref. a la etim. de una palabra, Hdn.Gr.1.444, ἔχον τι δυσκατάστατον τοῦτο Herm.in Phdr.132.

Greek Monolingual

δυσκατάστατος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί κανείς να αποκαταστήσει ή να καταπαύσει.

Greek Monotonic

δυσκατάστᾰτος: -ον (καθ-ίστημι), δύσκολος να τακτοποιηθεί, διευθετηθεί ή να κατασταλεί, σε Ξεν.