δύσριγος: Difference between revisions
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[δύσριγος]], -ον (AM)<br />αυτός που εύκολα αισθάνεται [[ρίγος]], ο [[ευαίσθητος]] στο [[κρύο]]. | |mltxt=[[δύσριγος]], -ον (AM)<br />αυτός που εύκολα αισθάνεται [[ρίγος]], ο [[ευαίσθητος]] στο [[κρύο]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δύσρῑγος:''' -ον, ευαίσθηστος στο [[κρύο]], στο [[ψύχος]], σε Ηρόδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A impatient of cold, sensitive to cold, ζῷα Hdt.5.10, cf.Arist.HA605a20 (Sup.), Men.1007, J.AJ7.14.3, Plu.2.916a; of plants, Thphr.HP6.7.3. Adv. -γως Ruf. ap. Orib. 8.24.61, Agathin.ib.10.7.17: Comp. -οτέρως, διάγειν Arist.Pr.863a2.
German (Pape)
[Seite 688] sehr frostig; ζῶα Her. 5, 10; Ar. bei Poll. 4, 186 u. Men. bei Phryn. 418, wo es für unatt. erkl. wird; Arist. H. A. 8, 25 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δύσρῑγος: -ον, δυσκόλως ὑπομένων τὸ ῥῖγος, λίαν εὐαίσθητος εἰς τὸ ψῦχος, ζῷα Ἡρόδ. 5. 10, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8, 25 κ. ἀλλ. ― Ἐπίρρ. δυσριγοτέρως διάγειν ὁ αὐτ. Προβλ. 1. 29.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
très frileux.
Étymologie: δυσ-, ῥῖγος.
Spanish (DGE)
(δύσρῑγος) -ον
1 que no tolera el frío, muy sensible al frío de anim. μέλισσαι Hdt.5.10, ὁ ὄνος Arist.HA 605a20, cf. GA 748a24, Str.7.3.18, δύσριγα γὰρ ὄντα διὰ τὸ ἄναιμα εἶναι (τὰ ὀστρακόδερμα) Arist.PA 680a35, prov. δυσριγότερος χελώνης más friolero que una tortuga Macar.3.41, ὁ ἐλέφας Arist.HA 630b26, cf. 610b33, τὰ κέρατα βοός Str.7.3.18, de plantas ἀβρότονον Thphr.HP 6.7.3, τὰ φυτά Plu.2.648d
•ref. a pers. que le afecta el frío, friolero Ar.Fr.94, Men.Fr.588, οἱ μεθύοντες Arist.Pr.871a1, οἱ ἀθληταί Arist.Pr.887b22, cf. 888a23, κενώτεροι δὲ ὄντες δυσριγότεροι somos más propensos al frío cuando tenemos el estómago vacío Arist.Pr.888b37, ἡ κεφαλή Arist.PA 665b30, διὰ τὸν χρόνον δ. ὑπῆρχεν I.AI 7.343.
2 adv. -ως con sensibilidad al frío, con frío δ. διάγειν Arist.Pr.863a2, πυρέσσοντα δὲ δ. ἔχειν tener escalofríos estando febril Ruf. en Orib.8.24.61, εἰ πρὸς τὴν ἀπόδυσιν δ. ἔχοιεν Agathin. en Orib.10.7.17.
Greek Monolingual
δύσριγος, -ον (AM)
αυτός που εύκολα αισθάνεται ρίγος, ο ευαίσθητος στο κρύο.