δορυφορία: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
(9) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[δορυφορία]])<br />[[φρουρά]], [[σωματοφυλακή]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τιμή]]<br /><b>2.</b> επίσημη [[κηδεία]], [[ταφή]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για τα αστέρια) το να [[είναι]] δορυφόροι του ηλίου. | |mltxt=η (AM [[δορυφορία]])<br />[[φρουρά]], [[σωματοφυλακή]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[τιμή]]<br /><b>2.</b> επίσημη [[κηδεία]], [[ταφή]]<br /><b>αρχ.</b><br />(για τα αστέρια) το να [[είναι]] δορυφόροι του ηλίου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''δορῠφορία:''' ἡ, [[περιφρούρηση]] από σωματοφύλακες, <i>τινός</i>, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A guard kept over, τῆς ἐπιστολῆς X. Cyr.2.2.10: abs., Iamb.Myst.2.7; concrete, body-guard, LXX 2 Ma.3.28. II Astron., κατὰ δορυφορίαν τῶν τροπικῶν κύκλων Placit.2.23.6.
German (Pape)
[Seite 660] ἡ, dasselbe; Xen. Cyr. 2, 2, 10; von den Sternen, Plut. plac. phil. 2, 23.
Greek (Liddell-Scott)
δορῠφορία: ἡ, ἡ ἐπί τινος ἐπαγρύπνησις, φρούρησις, τινὸς Ξεν. Κύρ. 2. 2, 10· ἐπὶ τῶν ἀστέρων ὡς δορυφόρων τοῦ ἡλίου, παρὰ Πλουτ. 2. 890Ε.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 service des gardes du corps;
2 astres satellites (du soleil).
Étymologie: δορυφόρος.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 cuerpo de guardia, escolta militar μετὰ πάσης δορυφορίας LXX 2Ma.3.28, cf. Hld.7.19.4, σὺν πολλῇ δορυφορίᾳ Hld.8.9.16, cf. Iul.Mis.358b, Eun.VS 474, c. gen. obj. δ. τῆς ἐπιστολῆς la escolta militar de la carta X.Cyr.2.2.10
•fig. de un parásito, Luc.Par.59, de ángeles, Iambl.Myst.2.7, ταῖς ἐκ πλούτου δορυφορίαις ἤρμενοι provistos de la escolta de la riqueza Cyr.Al.M.70.1172B.
2 astr. escolta, cortejo de los planetas, una de las relaciones de posición de los planetas entre sí Placit.2.23.6, Vett.Val.5.14, 422.6.
Greek Monolingual
η (AM δορυφορία)
φρουρά, σωματοφυλακή
μσν.
1. τιμή
2. επίσημη κηδεία, ταφή
αρχ.
(για τα αστέρια) το να είναι δορυφόροι του ηλίου.
Greek Monotonic
δορῠφορία: ἡ, περιφρούρηση από σωματοφύλακες, τινός, σε Ξεν.