δουπήτωρ: Difference between revisions

4
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δουπήτωρ]], ο (Α)<br />αυτός που παράγει δούπο, χτύπο.
|mltxt=[[δουπήτωρ]], ο (Α)<br />αυτός που παράγει δούπο, χτύπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δουπήτωρ:''' -ορος, ὁ, αυτός που παράγει γδούπο, κρότο, σε Ανθ.
}}
}}