δουπήτωρ: Difference between revisions

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
(9)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δουπήτωρ]], ο (Α)<br />αυτός που παράγει δούπο, χτύπο.
|mltxt=[[δουπήτωρ]], ο (Α)<br />αυτός που παράγει δούπο, χτύπο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δουπήτωρ:''' -ορος, ὁ, αυτός που παράγει γδούπο, κρότο, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δουπήτωρ Medium diacritics: δουπήτωρ Low diacritics: δουπήτωρ Capitals: ΔΟΥΠΗΤΩΡ
Transliteration A: doupḗtōr Transliteration B: doupētōr Transliteration C: doupitor Beta Code: douph/twr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A clattering, χαλκός AP4.3b.13 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 662] ορος, ὁ, tosend od. tödtend, χαλκός, Agath. proleg. 59 (IV, 3).

Greek (Liddell-Scott)

δουπήτωρ: -ορος, ὁ ὁ παράγων δοῦπον, κρότον, χαλκὸς, Ἀνθ. Π. 4. 3, 59.

French (Bailly abrégé)

ορος;
adj. m.
qui fait un bruit sourd.
Étymologie: δουπέω.

Spanish (DGE)

-ορος resonante χαλκός AP 4.3b.13 (Agath.).

Greek Monolingual

δουπήτωρ, ο (Α)
αυτός που παράγει δούπο, χτύπο.

Greek Monotonic

δουπήτωρ: -ορος, ὁ, αυτός που παράγει γδούπο, κρότο, σε Ανθ.