δυσμίμητος: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσμίμητος]], -ον)<br />αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί να μιμηθεί [[κανείς]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[δυσμίμητος]], -ον)<br />αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί να μιμηθεί [[κανείς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσμίμητος:''' -ον (μῑμέομαι), [[δύσκολος]] ως προς τη [[μίμηση]], σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσμίμητος Medium diacritics: δυσμίμητος Low diacritics: δυσμίμητος Capitals: ΔΥΣΜΙΜΗΤΟΣ
Transliteration A: dysmímētos Transliteration B: dysmimētos Transliteration C: dysmimitos Beta Code: dusmi/mhtos

English (LSJ)

[ῑ], ον,

   A hard to imitate, D.S.1.61, Luc.Alex.20, CIG3187 (Smyrna); τὸ δ. Plu.Cat.Mi.8: Sup., Anon. Oxy. 1012ii34.

German (Pape)

[Seite 684] schwer nachzuahmen; σφραγῖδες Luc. Alex. 20; Plut. Cat. min. 8; D. Sic. 1, 61.

Greek (Liddell-Scott)

δυσμίμητος: [ῑ], -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ μιμηθῇ τις, Διόδ. 1. 61, Λουκ. Ἀλεξ. 20, Συλλ. Ἐπιγρ. 3187.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à imiter, à contrefaire.
Étymologie: δυσ-, μιμέομαι.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de imitar, difícil de reproducirdel estilo de Lisias, Plu.2.836b, cf. Anon. en POxy.1012A.2.34, una fisionomía por pintores o escultores, Plu.Demetr.2, λαβύρινθον ... πρὸς τὴν φιλοτεχνίαν δυσμίμητον D.S.1.61
difícil de falsificar σφραγίς Luc.Alex.20
subst. τὸ δ. c. gen. subj. τὸ δ. αὐτῶν la dificultad que tenían para imitarla (una conducta), Plu.Cat.Mi.8, c. gen. obj. τὸ δ. ἠθῶν ISmyrna 591.12 (I d.C.).
2 difícil de representar en el teatro ἡ δὲ πρᾶξις δυσμιμητοτέρα τοῦ πάθους la acción es menos apta para ser representada que el sentimiento Anon.Trag.14.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α δυσμίμητος, -ον)
αυτός τον οποίο δύσκολα μπορεί να μιμηθεί κανείς.

Greek Monotonic

δυσμίμητος: -ον (μῑμέομαι), δύσκολος ως προς τη μίμηση, σε Λουκ.