δυσπινής: Difference between revisions

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσπινής]], -ές (Α)<br />[[ακάθαρτος]], [[βρόμικος]].
|mltxt=[[δυσπινής]], -ές (Α)<br />[[ακάθαρτος]], [[βρόμικος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσπῐνής:''' -ές ([[πίνος]]), [[ακάθαρτος]], βρώμικος, λερωμένος, μολυσμένος, σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσπῐνής Medium diacritics: δυσπινής Low diacritics: δυσπινής Capitals: ΔΥΣΠΙΝΗΣ
Transliteration A: dyspinḗs Transliteration B: dyspinēs Transliteration C: dyspinis Beta Code: duspinh/s

English (LSJ)

ές,

   A squalid, στολαί S.OC 1597, cf. Ar.Ach.426.

German (Pape)

[Seite 687] ές, sehr schmutzig; Soph. O. C. 1593; πεπλώματα Ar. Ach. 426; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δυσπῐνής: -ές, ῥυπαρός, ἀκάθαρτος, στολαί Σοφ. Ο. Κ. 1597, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἀχ. 426.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
sale, sordide.
Étymologie: δυσ-, πίνος.

Spanish (DGE)

(δυσπῐνής) -ές
sucio, mugriento, cochambroso στολαί S.OC 1597, πεπλώματα Ar.Ach.426 (= Trag.Adesp.42), τραχὺς τὸ εἶδος καὶ δ. τὴν ἐσθῆτα Philostr.VS 567
subst. τὰ δυσπινῆ harapos Poll.4.117.

Greek Monolingual

δυσπινής, -ές (Α)
ακάθαρτος, βρόμικος.

Greek Monotonic

δυσπῐνής: -ές (πίνος), ακάθαρτος, βρώμικος, λερωμένος, μολυσμένος, σε Σοφ.