δυσδίοδος: Difference between revisions

From LSJ

ἔστι δίκης ὀφθαλμός ὃς τά πανθ' ὁρᾶ → there is an eye of justice that sees everything, all-seeing justice

Source
(10)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[δυσδίοδος]], -ον (Α)<br />αυτός από όπου διέρχεται [[κανείς]] με [[δυσκολία]].
|mltxt=[[δυσδίοδος]], -ον (Α)<br />αυτός από όπου διέρχεται [[κανείς]] με [[δυσκολία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσδίοδος:''' -ον, αυτός που δύσκολα περνιέται, διαπερνιέται, [[δύσβατος]], [[απροσπέλαστος]], σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 22:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δυσδίοδος Medium diacritics: δυσδίοδος Low diacritics: δυσδίοδος Capitals: ΔΥΣΔΙΟΔΟΣ
Transliteration A: dysdíodos Transliteration B: dysdiodos Transliteration C: dysdiodos Beta Code: dusdi/odos

English (LSJ)

ον,

   A hard to pass through, Plb.3.61.3, etc.

German (Pape)

[Seite 678] schwer zu passiren; πορεία, πάροδος, Pol. 3, 61, 3. 5, 7, 10.

Greek (Liddell-Scott)

δυσδίοδος: -ον, δι’ οὗ δύσκολον εἶνε νὰ διέλθῃ τις, πορεία, πάροδος Πολύβ. 3. 61. 3, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à traverser.
Étymologie: δυσ-, δίοδος.

Spanish (DGE)

-ον
difícil de atravesar, intransitable ἡ πάροδος Plb.5.7.10, c. dat. ἡ πορεία ... στρατοπέδοις Plb.3.61.3
de un color impenetrable Thphr.Sens.73 (= Democr.A 135).

Greek Monolingual

δυσδίοδος, -ον (Α)
αυτός από όπου διέρχεται κανείς με δυσκολία.

Greek Monotonic

δυσδίοδος: -ον, αυτός που δύσκολα περνιέται, διαπερνιέται, δύσβατος, απροσπέλαστος, σε Πολύβ.