δυσερμήνευτος: Difference between revisions

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source
(10)
(4)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσερμήνευτος]], -ον)<br />αυτός που ερμηνεύεται με [[δυσκολία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιγράφεται δύσκολα.
|mltxt=-η, -ο (AM [[δυσερμήνευτος]], -ον)<br />αυτός που ερμηνεύεται με [[δυσκολία]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που περιγράφεται δύσκολα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''δυσερμήνευτος:''' -ον (ἐρμηνεύω), αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, εξηγείται, [[δυσεξήγητος]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 22:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσερμήνευτος Medium diacritics: δυσερμήνευτος Low diacritics: δυσερμήνευτος Capitals: ΔΥΣΕΡΜΗΝΕΥΤΟΣ
Transliteration A: dysermḗneutos Transliteration B: dysermēneutos Transliteration C: dysermineftos Beta Code: dusermh/neutos

English (LSJ)

ον,

   A hard to interpret, Ep.Hebr.5.11, Gal.11.454, Cat.Cod.Astr.1.114.26; hard to describe, χρόαι D.S.2.52; θέα Ph.1.649.

German (Pape)

[Seite 680] schwer zu erklären, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

δυσερμήνευτος: -ον, δυσκόλως ἑρμηνευόμενος Ἐκ. Ἐδρ. 5. 11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à expliquer, obscur.
Étymologie: δυσ-, ἑρμηνεύω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1difícil de interpretar, de explicar, oscuro λόγος Ep.Hebr.5.11, ὄνειροι Artem.3.66, πράγματα Gal.11.454, τὸ αἴτιον Ptol.Alm.9.2, cf. Cat.Cod.Astr.1.114.26.
2 difícil de describir χρόαι D.S.2.52, θέα Ph.1.649.
II adv. -ως de modo difícil de interpretar καιρίως εἴρηται καὶ δ. ref. a una expresión, Eust.767.3.

English (Strong)

from δυσ- and a presumed derivative of ἑρμηνεύω; difficult of explanation: hard to be uttered.

English (Thayer)

δυσερμηνευτον (ἑρμηνεύω), hard to interpret, difficult of explanation: Diodorus 2,52; Philo de somn. § 32at the end; Artemidorus Daldianus, oneir. 3,66.)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM δυσερμήνευτος, -ον)
αυτός που ερμηνεύεται με δυσκολία
αρχ.
αυτός που περιγράφεται δύσκολα.

Greek Monotonic

δυσερμήνευτος: -ον (ἐρμηνεύω), αυτός που δύσκολα ερμηνεύεται, εξηγείται, δυσεξήγητος, σε Καινή Διαθήκη