εἰσκομιδή: Difference between revisions
τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens
(10) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εἰσκομιδή]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[εισαγωγή]], τροφίμων στην [[πόλη]]<br /><b>2.</b> [[εισαγωγή]] της σοδειάς από τους αγρούς στην [[πόλη]] ή σε αποθήκες<br /><b>3.</b> [[εισαγωγή]]. | |mltxt=[[εἰσκομιδή]], η (Α)<br /><b>1.</b> [[εισαγωγή]], τροφίμων στην [[πόλη]]<br /><b>2.</b> [[εισαγωγή]] της σοδειάς από τους αγρούς στην [[πόλη]] ή σε αποθήκες<br /><b>3.</b> [[εισαγωγή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εἰσκομιδή:''' ἡ, [[εισαγωγή]] προμηθειών ή εφοδίων, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A importation of supplies, ἡ ἐσκομιδὴ τῶν ἐπιτηδείων Th.7.4: pl., ib.24; bringing in, Orib.Eup.3.7.5.
German (Pape)
[Seite 743] ἡ, das Hineinbringen, die Einfuhr, τῶν ἐπιτηδείων Thuc. 7, 4, vgl. 24.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσκομιδή: ἡ, τὸ εἰσκομίζειν, εἰσαγωγή, ἡ ἐσκομιδὴ τῶν ἐπιτηδείων Θουκ. 7. 4· οὕτως, αἱ ἐσκομιδαὶ αὐτόθι 24.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
anc. att. ἐσκομιδή;
importation, introduction.
Étymologie: εἰς, κομιδή.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἐσ- Th.7.4, 24
traída, aprovisionamiento frec. c. gen. obj. τῶν ἐπιτηδείων Th.7.4, cf. 24, ὅπλων Aen.Tact.29 tít., cf. I.BI 5.493, τῶν ἀναγκαίων Men.Prot.25.2.10
•econ. entrada, ingreso ἡ τῶν δημοσίων εἰ. ... καὶ αἱ ἄλλαι δαπάναι Iust.Nou.128.15, cf. Edict.13.14, 18, 9.2.
Greek Monolingual
εἰσκομιδή, η (Α)
1. εισαγωγή, τροφίμων στην πόλη
2. εισαγωγή της σοδειάς από τους αγρούς στην πόλη ή σε αποθήκες
3. εισαγωγή.
Greek Monotonic
εἰσκομιδή: ἡ, εισαγωγή προμηθειών ή εφοδίων, σε Θουκ.