Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἐκπαγλέομαι: Difference between revisions

From LSJ

Καιροῦ τυχὼν καὶ πτωχὸς ἰσχύει μέγα → Mendicus etiam saepe valet in tempore → Zur rechten Zeit vermag sogar ein Bettler viel

Menander, Monostichoi, 281
(big3_14test)
(4)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=(ἐκπᾰγλέομαι) <b class="num">1</b> c. suj. de abstr. [[deslumbrar]], [[provocar la admiración]] δόμων ... κάλλος ἐκπαγλού[μ] ενον la belleza deslumbrante del palacio</i> A.<i>Fr</i>.451n.5.<br /><b class="num">2</b> c. suj. de pers. [[recibir una fuerte impresión]] esp. [[estar admirado ante]] c. ac. πατέρα μὲν σὸν ἐκπαγλούμενος E.<i>Or</i>.890, ὅσαι δὲ τοκάδες ἦσαν, ἐκπαγλούμεναι τέκν' cuantas eran madres, llenas de admiración por mis hijos</i> E.<i>Hec</i>.1157, σύνοιδ' Ὀρέστην πολλά σ' ἐκπαγλουμένην A.<i>Ch</i>.217. Κύπρις δὲ τοὐμὸν [[εἶδος]] ἐκπαγλουμένη E.<i>Tr</i>.929, τοῦ δὲ τὴν ὄψιν ἐκπαγλούμενοι D.H.1.40, c. or. complet. ἐκπαγλεομένων ὡς οὔτε φεύγετε ἐκ πολέμου οὔτε τάξιν ἐκλείπετε os admiran porque ni rehuís el combate ni abandonáis la formación</i> Hdt.9.48, c. giro prep. ἀρετῆς [[εἵνεκα]] ... ἐκπαγλεόμενοι Hdt.8.92, abs. καί μιν ... ἐπεδείκνυσαν ἐκπαγλεόμενοι πάσῃ τῇ στρατιῇ y lo mostraron a todo el ejército llenos de admiración</i> Hdt.7.181.
|dgtxt=(ἐκπᾰγλέομαι) <b class="num">1</b> c. suj. de abstr. [[deslumbrar]], [[provocar la admiración]] δόμων ... κάλλος ἐκπαγλού[μ] ενον la belleza deslumbrante del palacio</i> A.<i>Fr</i>.451n.5.<br /><b class="num">2</b> c. suj. de pers. [[recibir una fuerte impresión]] esp. [[estar admirado ante]] c. ac. πατέρα μὲν σὸν ἐκπαγλούμενος E.<i>Or</i>.890, ὅσαι δὲ τοκάδες ἦσαν, ἐκπαγλούμεναι τέκν' cuantas eran madres, llenas de admiración por mis hijos</i> E.<i>Hec</i>.1157, σύνοιδ' Ὀρέστην πολλά σ' ἐκπαγλουμένην A.<i>Ch</i>.217. Κύπρις δὲ τοὐμὸν [[εἶδος]] ἐκπαγλουμένη E.<i>Tr</i>.929, τοῦ δὲ τὴν ὄψιν ἐκπαγλούμενοι D.H.1.40, c. or. complet. ἐκπαγλεομένων ὡς οὔτε φεύγετε ἐκ πολέμου οὔτε τάξιν ἐκλείπετε os admiran porque ni rehuís el combate ni abandonáis la formación</i> Hdt.9.48, c. giro prep. ἀρετῆς [[εἵνεκα]] ... ἐκπαγλεόμενοι Hdt.8.92, abs. καί μιν ... ἐπεδείκνυσαν ἐκπαγλεόμενοι πάσῃ τῇ στρατιῇ y lo mostraron a todo el ejército llenos de admiración</i> Hdt.7.181.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐκπαγλέομαι:''' Παθ.,<br /><b class="num">I.</b> καταλαμβάνομαι από [[έκπληξη]] ή θαυμασμό, ξαφνιάζομαι, καταπλήσσομαι, μόνο σε μτχ., σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> παραξενεύομαι, [[θαυμάζω]] υπερβολικά, με αιτ., σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}

Revision as of 22:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπαγλέομαι Medium diacritics: ἐκπαγλέομαι Low diacritics: εκπαγλέομαι Capitals: ΕΚΠΑΓΛΕΟΜΑΙ
Transliteration A: ekpagléomai Transliteration B: ekpagleomai Transliteration C: ekpagleomai Beta Code: e)kpagle/omai

English (LSJ)

   A to be struck with amazement, to wonder greatly, only used in part., καί μιν ἐπεδείκνυσαν ἐκπαγλεόμενοι Hdt.7.181, cf. 8.92 ; ἐκπαγλεομένων ὡς.. Id.9.48.    II wonder at, admire exceedingly, c. acc., A.Ch.217, E.Or.890, Tr.929 ; rarein Prose, D.H.1.40.

German (Pape)

[Seite 770] nur im part. praes., sich höchlich verwundern, staunen, Her. 7, 181. 8, 29; ὡς οὔτε φεύγετε οὔτε τὴν τάξιν λείπετε 9, 48; πολλά τινα, Einen bewundern, Aesch. Ch. 215; Eur. Or. 890 Tr. 929; D. Hal. 1, 40 τὴν ὄψιν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπαγλέομαι: παθ., καταλαμβάνομαι ὑπὸ ἐκπλήξεως ἢ θάμβους, θαυμάζω, ἐν χρήσει μόνον κατὰ μετοχ., καί μιν ἐπεδείκνυσαν ἐκπαγλεόμενοι Ἡρόδ. 7. 181, πρβλ. 8. 92· ἐκπαγλεόμενος ὡς... ὁ αὐτ. 9. 48. ΙΙ. θαυμάζω πρός τι, θαυμάζω καθ’ ὑπερβολήν, μετ’ αἰτ., Αἰσχύλ. Χο. 217, Εὐρ. Ὀρ. 890, Τρῳ. 929· σπάνιον παρὰ πεζοῖς, Διον. Ἁλ. 1. 40.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés.
1 être stupéfait;
2 tr. regarder avec admiration, acc..
Étymologie: ἔκπαγλος.

Spanish (DGE)

(ἐκπᾰγλέομαι) 1 c. suj. de abstr. deslumbrar, provocar la admiración δόμων ... κάλλος ἐκπαγλού[μ] ενον la belleza deslumbrante del palacio A.Fr.451n.5.
2 c. suj. de pers. recibir una fuerte impresión esp. estar admirado ante c. ac. πατέρα μὲν σὸν ἐκπαγλούμενος E.Or.890, ὅσαι δὲ τοκάδες ἦσαν, ἐκπαγλούμεναι τέκν' cuantas eran madres, llenas de admiración por mis hijos E.Hec.1157, σύνοιδ' Ὀρέστην πολλά σ' ἐκπαγλουμένην A.Ch.217. Κύπρις δὲ τοὐμὸν εἶδος ἐκπαγλουμένη E.Tr.929, τοῦ δὲ τὴν ὄψιν ἐκπαγλούμενοι D.H.1.40, c. or. complet. ἐκπαγλεομένων ὡς οὔτε φεύγετε ἐκ πολέμου οὔτε τάξιν ἐκλείπετε os admiran porque ni rehuís el combate ni abandonáis la formación Hdt.9.48, c. giro prep. ἀρετῆς εἵνεκα ... ἐκπαγλεόμενοι Hdt.8.92, abs. καί μιν ... ἐπεδείκνυσαν ἐκπαγλεόμενοι πάσῃ τῇ στρατιῇ y lo mostraron a todo el ejército llenos de admiración Hdt.7.181.

Greek Monotonic

ἐκπαγλέομαι: Παθ.,
I. καταλαμβάνομαι από έκπληξη ή θαυμασμό, ξαφνιάζομαι, καταπλήσσομαι, μόνο σε μτχ., σε Ηρόδ.
II. παραξενεύομαι, θαυμάζω υπερβολικά, με αιτ., σε Αισχύλ., Ευρ.