ἐκχύτης: Difference between revisions
From LSJ
Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
(11) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκχύτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[σπάταλος]], [[άσωτος]]<br /><b>2.</b> [[οχετός]], [[διώρυγα]]. | |mltxt=[[ἐκχύτης]], ο (Α)<br /><b>1.</b> [[σπάταλος]], [[άσωτος]]<br /><b>2.</b> [[οχετός]], [[διώρυγα]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐκχύτης:''' [ῠ], -ου, ὁ ([[ἐκχέω]]), [[άσωτος]], αυτός που διασπαθίζει, σπαταλά, κατατρώγει, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:36, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ,
A spendthrift, Luc.Vit. Auct.24. 2 drain, Gloss.
German (Pape)
[Seite 788] ὁ, der Ausgießer. Verschwender, Luc. Vit. auct. 24.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκχύτης: ῠ, ου, ὁ, ὁ ἐκχέων, καταναλίσκων τὴν οὐσίαν, χρηματοφθορικός, «ἐξοδευτής», ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ περιεκτικός, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 24.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
prodigue.
Étymologie: ἐκχέω.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ 1 derrochón, manirrotoop. περιεκτικός Luc.Vit.Auct.24, cf. ἐκχυμενίτας.
2 desagüe, Gloss.2.293.
Greek Monolingual
ἐκχύτης, ο (Α)
1. σπάταλος, άσωτος
2. οχετός, διώρυγα.
Greek Monotonic
ἐκχύτης: [ῠ], -ου, ὁ (ἐκχέω), άσωτος, αυτός που διασπαθίζει, σπαταλά, κατατρώγει, σε Λουκ.