ἑκκαίδεκα: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(10)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἑκκαίδεκα]], οι, αι, τα (AM)<br />[[δεκαέξι]].
|mltxt=[[ἑκκαίδεκα]], οι, αι, τα (AM)<br />[[δεκαέξι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑκκαίδεκα:''' άκλιτο, [[δεκαέξι]], Λατ. [[sedecim]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 22:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκκαίδεκα Medium diacritics: ἑκκαίδεκα Low diacritics: εκκαίδεκα Capitals: ΕΚΚΑΙΔΕΚΑ
Transliteration A: hekkaídeka Transliteration B: hekkaideka Transliteration C: ekkaideka Beta Code: e(kkai/deka

English (LSJ)

οἱ, αἱ, τά, indecl.,

   A sixteen, Hdt.2.13, etc.

German (Pape)

[Seite 761] indecl., sechszehn, Plat. u. Folgde; für eine unbestimmte Menge, Luc. D. D. 1.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλ. = δεκαέξ, Λατ. sedecim, Ἡρόδ. 2. 13, κτλ.

French (Bailly abrégé)

indécl.
seize.
Étymologie: ἕξ, καί, δέκα.

English (Slater)

ἑκκαίδεκα
   1 sixteen ἐκ δὲ περικτιόνων ἑκκαίδεκ' Ἀρισταγόραν ἀγλααὶ νῖκαι ἐστεφάνωσαν (join with νῖκαι; Σ contra, ἀνταγωνιστῶν δεκαὲξ ὄντων) (N. 11.19)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): Ϝεκαίδεκα SEG 38.1014.8 (Tarento VI a.C.); ἑξκαίδεκα Plu.2.367e
numeral indecl. dieciséis σιδάρια Ϝεκαίδεκα dieciséis objetos de hierro, SEG l.c., νῖκαι Pi.N.11.19, πήχεις Hdt.2.13, cf. Hp.Acut.(Sp.) 8, Plb.18.29.2, στάδιοι Plb.3.101.4, ἄρτοι Ar.Ra.551, μναῖ Pl.Ep.361b, Lys.19.25, πέντε ἢ ἑ. ἔτη quince o dieciséis años X.Cyr.1.4.16, Arist.HA 563a3, D.38.12, Philostr.VA 2.31, ἁμίδες Men.Fr.252, ἐλέφαντες Plb.5.86.6, ψυχαὶ ἀνθρώπων ἑ. χιλιάδες LXX Nu.31.40, ἑ. τε μόλις ἡμέρας Iust.Nou.158 proem.
subst. número dieciséis τεττάρων γὰρ τετράκις ἐστὶν ἑ. cuatro por cuatro son dieciséis como abstracción en mat., Pl.Men.83c, ποιῆσαι τὸ βάθος αὐτῆς (τῆς φάλαγγος) ... εἰς ἑ. disponer la falange de dieciséis en fondo Plb.12.19.6, cf. 7, 9, 18.30.1.

Greek Monolingual

ἑκκαίδεκα, οι, αι, τα (AM)
δεκαέξι.

Greek Monotonic

ἑκκαίδεκα: άκλιτο, δεκαέξι, Λατ. sedecim, σε Ηρόδ. κ.λπ.