ἐνθουσιώδης: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες (AM [[ἐνθουσιώδης]], -ες) [[ενθουσιάζω]]<br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] ενθουσιασμό («οι ενθουσιώδεις κραυγές του πλήθους»)<br /><b>2.</b> αυτός που ενθουσιάζεται εύκολα («[[ενθουσιώδης]] [[νεολαία]], [[άνθρωπος]], [[τύπος]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που εμπνέεται από ενθουσιασμό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ενθουσιωδώς</i><br />με τρόπο ενθουσιώδη, με ενθουσιασμό.
|mltxt=-ες (AM [[ἐνθουσιώδης]], -ες) [[ενθουσιάζω]]<br /><b>1.</b> ο [[γεμάτος]] ενθουσιασμό («οι ενθουσιώδεις κραυγές του πλήθους»)<br /><b>2.</b> αυτός που ενθουσιάζεται εύκολα («[[ενθουσιώδης]] [[νεολαία]], [[άνθρωπος]], [[τύπος]]» <b>κ.λπ.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που εμπνέεται από ενθουσιασμό. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ενθουσιωδώς</i><br />με τρόπο ενθουσιώδη, με ενθουσιασμό.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐνθουσιώδης:''' -ες ([[ἐνθουσιάω]], [[εἶδος]]), αυτός που κατέχεται από ενθουσιασμό, ενθουσιασμένος, [[περιχαρής]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 22:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνθουσιώδης Medium diacritics: ἐνθουσιώδης Low diacritics: ενθουσιώδης Capitals: ΕΝΘΟΥΣΙΩΔΗΣ
Transliteration A: enthousiṓdēs Transliteration B: enthousiōdēs Transliteration C: enthousiodis Beta Code: e)nqousiw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A ecstatic, ὁρμαί D.H. Comp.1, cf. Plu.Lyc.21; φοραί Id.Pyrrh.22, etc.; τὸ ἐ. Ph.1.689. Adv. -δῶς Hp.Ep.17, Sch.Il.Oxy.1086.41.

German (Pape)

[Seite 843] ες, begeistert, schwärmerisch, φοραί Plut. Pyrrh. 12, oft, u. Sp. – Adv., Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνθουσιώδης: -ες, κατεχόμενος ὑπὸ ἐνθουσιασμοῦ, πλήρης ἐνθουσιασμοῦ, Πλουτ. Λυκ. 21, Πύρρ. 12, κτλ. - Ἐπίρρ. -δῶς, Ἱππ. 1280. 26.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
saisi d’un transport divin, inspiré.
Étymologie: ἔνθεος, -ωδης.

Spanish (DGE)

-ες
I 1de inspiración divina πνεῦμα D.H.14.9, ὁρμαί del alma a la hora de componer, D.H.Comp.1.7, cf. Plu.Lyc.21
ἐ.· furiosus, Gloss.3.334
neutr. subst. τὸ ἐ. la inspiración divina Hld.6.14.4, πολὺ τὸ ἐ. μετὰ χορείας ἐμφαίνων ref. al ditirambo, Phot.Bibl.320b13.
2 de entusiasmo, entusiástico τὴν ἀνδρείαν φορὰς ... ἐνθουσιώδεις καὶ μανικὰς φερομένην Plu.Pyrrh.22
neutr. subst. τὸ ἐ. el entusiasmo Ph.1.689, en el combate, Plu.2.452b.
II adv. -ῶς
1 por inspiración divina γράφειν ἐ. καὶ μεθ' ὁρμῆς Hp.Ep.17.3, παράφρων ἀποφθέγγεται πολλά τινα ἐ. Phleg.36.3.
2 frenéticamente, con agitación, desenfrenadamente ἐπὶ τοῦ αὐτοῦ τόπου ἐ. ὁρμᾶν Sch.Er.Il.2.780 (p.168), ἐ. ἐφέρετο Sch.A.R.4.1442a, ἐ. κινουμένου Hsch., cf. Phot.μ 38.

Greek Monolingual

-ες (AM ἐνθουσιώδης, -ες) ενθουσιάζω
1. ο γεμάτος ενθουσιασμό («οι ενθουσιώδεις κραυγές του πλήθους»)
2. αυτός που ενθουσιάζεται εύκολα («ενθουσιώδης νεολαία, άνθρωπος, τύπος» κ.λπ.)
3. αυτός που εμπνέεται από ενθουσιασμό.
επίρρ...
ενθουσιωδώς
με τρόπο ενθουσιώδη, με ενθουσιασμό.

Greek Monotonic

ἐνθουσιώδης: -ες (ἐνθουσιάω, εἶδος), αυτός που κατέχεται από ενθουσιασμό, ενθουσιασμένος, περιχαρής, σε Πλούτ.