ἑκταῖος: Difference between revisions

From LSJ

ἔχεις δὲ τῶν κάτωθεν ἐνθάδ᾽ αὖ θεῶν ἄμοιρον, ἀκτέριστον, ἀνόσιον νέκυν → and you have kept here something belonging to the gods below, a corpse deprived, unburied, unholy | but keepest in this world one who belongs to the gods infernal, a corpse unburied, unhonoured, all unhallowed

Source
(11)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο (Α ἑκταῑος, -α, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται την [[έκτη]] [[μέρα]], που συμβαίνει [[κάθε]] [[έκτη]] [[μέρα]] («ἀφίκοντο ἑκταῑοι» — έφθασαν την [[έκτη]] [[μέρα]], [[μετά]] έξι μέρες, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[έκτος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑκταῑον</i><br />οι δύο κοτύλες.
|mltxt=-α, -ο (Α ἑκταῑος, -α, -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που γίνεται την [[έκτη]] [[μέρα]], που συμβαίνει [[κάθε]] [[έκτη]] [[μέρα]] («ἀφίκοντο ἑκταῑοι» — έφθασαν την [[έκτη]] [[μέρα]], [[μετά]] έξι μέρες, <b>Ξεν.</b>)<br /><b>2.</b> [[έκτος]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἑκταῑον</i><br />οι δύο κοτύλες.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἑκταῖος:''' -α, -ον (ἕξ)·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που είναι έξι ημερών, σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> = [[ἕκτος]], [[έκτος]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 22:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκταῖος Medium diacritics: ἑκταῖος Low diacritics: εκταίος Capitals: ΕΚΤΑΙΟΣ
Transliteration A: hektaîos Transliteration B: hektaios Transliteration C: ektaios Beta Code: e(ktai=os

English (LSJ)

α, ον, (ἕξ)

   A on the sixth day, ἐν τοῖσι πυρετοῖσι ἑκταίοισιν ἐοῦσι Hp.Aph.4.29, cf. Coac.15, X.An.6.6.38, D.S.17.65.    II = ἕκτος, μοῖρα AP14.119.10 (Metrod.).    III ἑκταῖον· αἱ δύο κοτύλαι, and ἑκταίους (sc. ἄρτους) · τοὺς ἐκ χοινίκων ἕξ, Hsch.

German (Pape)

[Seite 779] am sechsten Tage, z. B. κατήντησεν, D. Sic. 17, 65; μᾶζα, sechs Tage alt, Timon bei Ath. IV, 160 a. – Der sechste, μοῖρα Probl. arith. 13 (XIV, 119).

Greek (Liddell-Scott)

ἑκταῖος: -α, -ον, (ἓξ) τῇ ἕκτῃ ἡμέρᾳ, Ἱππ. Ἀφ. 1250, Ξεν. Ἀν. 6. 6, 38. ΙΙ. = ἕκτος, Ἀνθ. Π. 14. 119.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui a lieu ou se fait le sixième jour.
Étymologie: ἕκτη.

Spanish (DGE)

-α, -ον
I 1que se produce al sexto día κρίσιες Hp.Epid.4.20, cf. Gal.9.785, frec. de pers. como pred. ἑ. ... ἔθανεν murió al sexto día Hp.Epid.5.74, cf. 7.36, ἀφίκοντο ἑκταῖοι X.An.6.6.38, διαβλαστάνει ... τὰ δὲ ... ἑκταῖα otras (plantas) germinan al sexto día Thphr.CP 4.3.1, παρῆν ἑ. Plb.5.97.4, κατήντησεν ἑ. D.S.17.65
de fiebres que sobreviene cada seis días ἐν τοῖσι πυρετοῖσιν ἑκταίοισιν ἐοῦσι Hp.Aph.4.29.
2 sexto μοῖρα AP 14.119 (Metrod.).
II metrol., subst., como medida de capacidad
1 τὸ ἑ. hecteo equiv. a 10 cótilas, Hsch.
2 ἑκταίους· τοὺς ἐκ χοινίκων ἕξ Hsch.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἑκταῑος, -α, -ον)
1. αυτός που γίνεται την έκτη μέρα, που συμβαίνει κάθε έκτη μέρα («ἀφίκοντο ἑκταῑοι» — έφθασαν την έκτη μέρα, μετά έξι μέρες, Ξεν.)
2. έκτος
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑκταῑον
οι δύο κοτύλες.

Greek Monotonic

ἑκταῖος: -α, -ον (ἕξ)·
I. αυτός που είναι έξι ημερών, σε Ξεν.
II. = ἕκτος, έκτος, σε Ανθ.