ἐξεσία: Difference between revisions
ὁ γοῦν Ἀνάγυρός μοι κεκινῆσθαι δοκεῖ → did somebody fart, seems to me the Anagyros has been stirred up, I knew someone was raising a stink, the fat is in the fire
(6_9) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐξεσία''': ἡ, ([[ἐξίημι]]), [[ἔκπεμψις]], [[ἀποστολή]], πρεσβεία, παρ’ Ὁμήρῳ μόνον ἐν τῇ φράσει, ἐξεσίην ἐλθεῖν, Λατ. legationem obire (πρβλ. ἀγγελίην ἐλθεῖν), «καὶ δηλοῖ τὴν δημοσίαν πρεσβείαν παρ’ Ὁμήρῳ» (Εὐστ.) Ἰλ. Ω. 235, [[ἔνθα]] ἴδε Spitzn., Ὀδ. Φ. 20. | |lstext='''ἐξεσία''': ἡ, ([[ἐξίημι]]), [[ἔκπεμψις]], [[ἀποστολή]], πρεσβεία, παρ’ Ὁμήρῳ μόνον ἐν τῇ φράσει, ἐξεσίην ἐλθεῖν, Λατ. legationem obire (πρβλ. ἀγγελίην ἐλθεῖν), «καὶ δηλοῖ τὴν δημοσίαν πρεσβείαν παρ’ Ὁμήρῳ» (Εὐστ.) Ἰλ. Ω. 235, [[ἔνθα]] ἴδε Spitzn., Ὀδ. Φ. 20. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξεσία:''' Ιων. -ίη, ἡ ([[ἐξίημι]]), [[έκδοση]], [[εκπομπή]], [[αποστολή]], [[πρεσβεία]], σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, (ἐξίημι)
A sending forth, mission, embassy, Hom. only in phrase, ἐξεσίην ἐλθόντι Il.24.235, cf. Od.21.20: acc. pl. in Hsch.
German (Pape)
[Seite 879] ἡ (ἐξίημι), die Aussendung, Gesandtschaft; Homer zweimal, ἐξεσίην ἐλθεῖν, (auf Gesandtschaft gehen,) als Gesandter kommen: Iliad. 24, 235 δέπας, ὅ οἱ Θρῇκες πόρον ἄνδρες ἐξεσίην ἐλθόντι, da er als Gesandter zu ihnen gekommen war; Odyss. 21, 20 τῶν ἕνεκ' ἐξεσίην πολλὴν ὁδὸν ἦλθεν Ὀδυσσεύς. Vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 306.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξεσία: ἡ, (ἐξίημι), ἔκπεμψις, ἀποστολή, πρεσβεία, παρ’ Ὁμήρῳ μόνον ἐν τῇ φράσει, ἐξεσίην ἐλθεῖν, Λατ. legationem obire (πρβλ. ἀγγελίην ἐλθεῖν), «καὶ δηλοῖ τὴν δημοσίαν πρεσβείαν παρ’ Ὁμήρῳ» (Εὐστ.) Ἰλ. Ω. 235, ἔνθα ἴδε Spitzn., Ὀδ. Φ. 20.
Greek Monotonic
ἐξεσία: Ιων. -ίη, ἡ (ἐξίημι), έκδοση, εκπομπή, αποστολή, πρεσβεία, σε Όμηρ.